Ancient Greek-English Dictionary Language

οὐράνιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: οὐράνιος οὐράνιᾱ οὐράνιον

Structure: οὐρανι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. heavenly, of or in heaven, dwelling in heaven, the goddesses
  2. in or of heaven, fallen from heaven
  3. reaching to heaven, high as heaven, sky-high
  4. enormous, awful, furious, vehemently

Examples

  • ] ἁδυεπὴσ ἀ[να‐ ξιφόρ]μιγγοσ Ουρ[αν]ίασ ἀλέκτωρ ! (Bacchylides, , epinicians, ode 4 Pu/qia.> 1:8)
  • φρένα δ’ εὐθύδικον ἀτρέμ’ ἀμπαύσασ μεριμνᾶν δεῦρ’ ἐπάθρησον νόῳ, ᾗ σὺν Χαρίτεσσι βαθυζώνοισ ὑφάνασ ὕμνον ἀπὸ ζαθέασ νάσου ξένοσ ὑμετέραν πέμ‐ πει κλεεννὰν ἐσ πόλιν, χρυσάμπυκοσ Οὐρανίασ κλει‐ νὸσ θεράπων· (Bacchylides, , epinicians, ode 5 1:2)
  • σὲ δὲ νῦν ἀναξιμόλπου Οὐρανίασ ὕμνοσ ἕκατι νίκ[ασ Ἀριστομένειον ὦ ποδάνεμον τέκοσ, γεραίρει προδόμοισ ἀοι‐ δαῖσ, ὅτι στάδιον κρατή‐ σασ Κέον εὐκλέϊξασ. (Bacchylides, , epinicians, ode 6 2:1)
  • ἦ ῥα Γίγαντεσ τοῦτο πρὸσ οὐρανίασ ἔξεσαν ἀτραπιτούσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 44 2:4)
  • μοῖραν καὶ εἰσ τὴν πλανᾶσθαι νομιζομένην, καὶ τρίτην τὴν ὑπουράνιον τὴν περὶ γῆν ὑπάρχουσαν ὧν μὲν ἀνωτάτω Κλωθὼ προσαγορεύεται, ἡ δὲ μετ’ αὐτὴν Ἄτροποσ, ἡ κατωτάτω δ’ αὖ Λάχεσισ, δεχομένη μὲν τὰσ οὐρανίασ τῶν ἀδελφῶν ἐνεργείασ, συμπλέκουσα δὲ καὶ διαδιδοῦσα ταύτασ εἰσ τὰ ἐπ’ αὐτῆσ τεταγμένα τὰ ἐπίγεια. (Plutarch, De fato, section 2 1:1)

Synonyms

  1. heavenly

  2. in or of heaven

  3. reaching to heaven

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION