Ancient Greek-English Dictionary Language

οἰκτρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: οἰκτρός οἰκτρή οἰκτρόν

Structure: οἰκτρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: oi)=ktos

Sense

  1. pitiable, in piteous plight
  2. pitiable, piteous, lamentable
  3. piteous

Examples

  • θύγατερ λαοῦ μου, περίζωσαι σάκκον, κατάπασσε ἐν σποδῷ, πένθοσ ἀγαπητοῦ ποίησαι σεαυτῇ, κοπετὸν οἰκτρόν, ὅτι ἐξαίφνησ ἥξει ταλαιπωρία ἐφ’ ὑμᾶσ. (Septuagint, Liber Ieremiae 6:26)
  • οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκοσ ἀποπνέων, οὐδὲ δεύτεροσ εἰσ σὲ οἰκτρὸν βλέπων ἐν βασάνοισ, οὐδὲ τρίτοσ ἀποψύχων, (Septuagint, Liber Maccabees IV 15:18)
  • σημεῖον δὲ τῆσ πρὸσ τὰ γιγνόμενα οἰκειότητοσ καὶ τοῦ γνωρίζειν ἕκαστον τῶν ὁρώντων τὰ δεικνύμενα τὸ καὶ δακρύειν πολλάκισ τοὺσ θεατάσ, ὁπόταν τι οἰκτρὸν καὶ ἐλεεινὸν φαίνηται. (Lucian, De saltatione, (no name) 79:2)
  • ἔκ τε γὰρ γερασμίων ὄσσων ἐλαύνουσ’ οἰκτρὸν ἐσ γαῖαν δάκρυ, κουραί τε καὶ πεπλώματ’ οὐ θεωρικά. (Euripides, Suppliants, episode7)
  • τίσ δ’ ὁ στενάζων οἰκτρὸν ἐν πύλαισ ὅδε; (Euripides, Suppliants, episode13)

Synonyms

  1. pitiable

  2. pitiable

  3. piteous

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION