Ancient Greek-English Dictionary Language

νύχιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νύχιος νύχιᾱ νύχιον

Structure: νυχι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. nightly
  2. doing, by night
  3. happening by night
  4. dark as night, gloomy

Examples

  • οὐκ οἶσθα δορὸσ πέλασ Ἀργείου νυχίαν ἡμᾶσ κοίταν πανόπλουσ κατέχοντασ; (Euripides, Rhesus, choral, anapests20)
  • ὁ δὲ μάγοσ ἐν τοσούτῳ δᾷδα καιομένην ἔχων οὐκέτ’ ἠρεμαίᾳ τῇ φωνῇ, παμμέγεθεσ δέ, ὡσ οἱο͂́σ τε ἦν, ἀνακραγὼν δαίμονάσ τε ὁμοῦ πάντασ ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰσ καὶ Ἐρινύασ καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν, παραμιγνὺσ ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα καὶ πολυσύλλαβα. (Lucian, Necyomantia, (no name) 9:7)
  • Ιἄνων γὰρ ἀπηύρα, Ιἄνων ναύφρακτοσ Ἄρησ ἑτεραλκὴσ νυχίαν πλάκα κερσάμενοσ δυσδαίμονά τ’ ἀκτάν. (Aeschylus, Persians, choral, strophe 21)

Synonyms

  1. nightly

  2. dark as night

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION