- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νήπιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: nēpios 고전 발음: [네:삐오] 신약 발음: [네삐오]

기본형: νήπιος

형태분석: νηπι (어간) + ος (어미)

어원: νη-, ἔπος

  1. 어린, 젊은, 신선한, 유치한, 어린애 같은
  2. 멍청한, 무식한, 타고난, 유치한
  1. childish, infantile, juvenile, young
  2. (of animals)
  3. (of the understanding) childish, untaught, silly
  4. (of bodily strength)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 νήπιος

어린 (이)가

νηπία

어린 (이)가

νήπιον

어린 (것)가

속격 νηπίου

어린 (이)의

νηπίας

어린 (이)의

νηπίου

어린 (것)의

여격 νηπίῳ

어린 (이)에게

νηπίᾳ

어린 (이)에게

νηπίῳ

어린 (것)에게

대격 νήπιον

어린 (이)를

νηπίαν

어린 (이)를

νήπιον

어린 (것)를

호격 νήπιε

어린 (이)야

νηπία

어린 (이)야

νήπιον

어린 (것)야

쌍수주/대/호 νηπίω

어린 (이)들이

νηπία

어린 (이)들이

νηπίω

어린 (것)들이

속/여 νηπίοιν

어린 (이)들의

νηπίαιν

어린 (이)들의

νηπίοιν

어린 (것)들의

복수주격 νήπιοι

어린 (이)들이

νήπιαι

어린 (이)들이

νήπια

어린 (것)들이

속격 νηπίων

어린 (이)들의

νηπιῶν

어린 (이)들의

νηπίων

어린 (것)들의

여격 νηπίοις

어린 (이)들에게

νηπίαις

어린 (이)들에게

νηπίοις

어린 (것)들에게

대격 νηπίους

어린 (이)들을

νηπίας

어린 (이)들을

νήπια

어린 (것)들을

호격 νήπιοι

어린 (이)들아

νήπιαι

어린 (이)들아

νήπια

어린 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 νήπιος

νηπίου

어린 (이)의

νηπιότερος

νηπιοτέρου

더 어린 (이)의

νηπιότατος

νηπιοτάτου

가장 어린 (이)의

부사 νηπίως

νηπιότερον

νηπιότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δήλωσις τῶν λόγων σου φωτιεῖ καὶ συνετιεῖ νηπίους. (Septuagint, Liber Psalmorum 118:130)

    (70인역 성경, 시편 118:130)

  • ἀνθ᾿ ὧν γὰρ ἠδίκουν νηπίους, φονευθήσονται, καὶ ἐξετασμὸς ἀσεβεῖς ὀλεῖ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 1:32)

    (70인역 성경, 잠언 1:32)

  • τἀν βροτοῖς δὲ πήματα ἀκούσαθ, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode6)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode6)

  • ἐκ δὲ τούτου τῆς δυνάμεως ἐπιλιπούσης διαγαγὼν τὴν νύκτα μοχθηρῶς ἀπέθανε, δύο παῖδας ἐκ τῆς Μετέλλης νηπίους καταλιπών. (Plutarch, Sulla, chapter 37 4:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 37 4:1)

  • λέγεται δὲ <καὶ> ὅτι φεύγουσα τοὺς παῖδας ἔτι νηπίους ὄντας κατέλιπεν, ἱκέτας καθίσασα ἐπὶ τὸν βωμὸν τῆς Ἥρας τῆς ἀκραίας: (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 28:3)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 9 28:3)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION