- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μοῖρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: moira 고전 발음: [] 신약 발음: [뮈라]

기본형: μοῖρα μοίρας

형태분석: μοιρ (어간) + α (어미)

  1. 부분, 몫, 일부
  2. 정당
  3. 운명, 숙명, 인연
  1. part, portion
  2. political party
  3. lot, destiny
  4. that which is right

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μοῖρα

부분이

μοίρα

부분들이

μοῖραι

부분들이

속격 μοίρας

부분의

μοίραιν

부분들의

μοιρῶν

부분들의

여격 μοίρᾳ

부분에게

μοίραιν

부분들에게

μοίραις

부분들에게

대격 μοῖραν

부분을

μοίρα

부분들을

μοίρας

부분들을

호격 μοῖρα

부분아

μοίρα

부분들아

μοῖραι

부분들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδὲν γάρ ἐστιν ὅ τι μὴ αἱ Μοῖραι διατάττουσιν, ἀλλὰ πάντα ὁπόσα γίνεται, ὑπὸ τῷ τούτων ἀτράκτῳ στρεφόμενα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἕκαστον ἐπικεκλωσμένην ἔχει τὴν ἀπόβασιν, καὶ οὐ θέμις ἄλλως γενέσθαι. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 1:12)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 1:12)

  • εἰ γὰρ οὕτως ἔχει ταῦτα καὶ πάντων αἱ Μοῖραι κρατοῦσι καὶ οὐδὲν ἂν ὑπ οὐδενὸς ἔτι ἀλλαγείη τῶν ἅπαξ δοξάντων αὐταῖς, τίνος ἕνεκα ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι θύομεν καὶ ἑκατόμβας προσάγομεν εὐχόμενοι γενέσθαι ἡμῖν παρ ὑμῶν τἀγαθά· (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 5:4)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 5:4)

  • ἐδεόμην μὲν ἔτι καὶ τοῦτο ἐρέσθαι, ποῦ αἱ Μοῖραι διατρίβουσιν ἢ πῶς ἐφικνοῦνται τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν τοσούτων ἐς τὸ λεπτότατον, καὶ ταῦτα τρεῖς οὖσαι. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 19:4)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 19:4)

  • ὦ πότνιαι Μοῖραι τί τόδε δέρκομαι νεοχμὸν αὖ τέρας· (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Choral, lyric2)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Choral, lyric2)

  • ἔτεκεν δ, ἁνίκα Μοῖραι τέλεσαν, ταυρόκερων θεὸν στεφάνωσέν τε δρακόντων στεφάνοις, ἔνθεν ἄγραν θη- ροτρόφον μαινάδες ἀμφι- βάλλονται πλοκάμοις. (Euripides, choral, antistrophe 13)

    (에우리피데스, choral, antistrophe 13)

  • οὐ τρεῖς αἱ Μοῖραί εἰσι, Κλωθὼ καὶ Λάχεσις, οἶμαι, καὶ Ἄτροπος· (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 2:8)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 2:8)

유의어

  1. 부분

  2. 정당

  3. 운명

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION