헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μοῖρα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μοῖρα μοίρας

형태분석: μοιρ (어간) + α (어미)

어원: mei/romai

  1. 부분, 몫, 일부
  2. 정당
  3. 운명, 숙명, 인연
  1. part, portion
  2. political party
  3. lot, destiny
  4. that which is right

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μοῖρα

부분이

μοίρᾱ

부분들이

μοῖραι

부분들이

속격 μοίρᾱς

부분의

μοίραιν

부분들의

μοιρῶν

부분들의

여격 μοίρᾱͅ

부분에게

μοίραιν

부분들에게

μοίραις

부분들에게

대격 μοῖραν

부분을

μοίρᾱ

부분들을

μοίρᾱς

부분들을

호격 μοῖρα

부분아

μοίρᾱ

부분들아

μοῖραι

부분들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ καὶ ἄλλα ἐμήσαντο πολλὸν μέζω τουτέων ἐκ γὰρ δὴ τοῦ παντὸσ ἠέροσ καὶ ἀστέρων τῶν ἄλλων ἀπλανέων τε καὶ εὐσταθέων ^ καὶ οὐδαμὰ κινεομένων δυώδεκα μοίρασ ἐτάμοντο τοῖσι ^ κινεομένοισι, καὶ οἰκία . (Lucian, De astrologia, (no name) 6:1)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 6:1)

  • ἢν δὲ ἀτενίσῃσ, κατόψει καὶ τὰσ Μοίρασ ἄνω ἐπικλωθούσασ ἑκάστῳ τὸν ἄτρακτον, ἀφ’ οὗ ἠρτῆσθαι συμβέβηκεν ἅπαντασ ἐκ λεπτῶν νημάτων. (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 16:1)

  • οὐκ ἐμὸν τοῦτο, ἀλλὰ σὺ μικρὸν ἔμπροσθεν ἔφησθα τὰσ Μοίρασ εἶναι τὰσ ἅπαντα ἐπιτελούσασ· (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 10:6)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 10:6)

  • σὺ δ’ ἤδη, ὦ Κυνίσκε, οὐδὲ τὰσ Μοίρασ τιμᾶσθαι πρὸσ τῶν ἀνθρώπων ἀξιοῖσ; (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 12:1)

  • ἡμεῖσ δὲ εἰ καὶ μηδενὸσ ἄλλου ἕνεκα, τοῦ γε μαντεύεσθαι καὶ προμηνύειν ἕκαστα τῶν ὑπὸ τῆσ Μοίρασ κεκυρωμένων δικαίωσ τιμῴμεθ’ ἄν. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 12:3)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 12:3)

유의어

  1. 부분

  2. 정당

  3. 운명

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION