Ancient Greek-English Dictionary Language

μογερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μογερός μογερή μογερόν

Structure: μογερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mo/gos

Sense

  1. toiling, wretched
  2. toilsome, grievous

Examples

  • ὦ τέκνον, ὦ παῖ παιδὸσ μογεροῦ, συλώμεθα σὴν ψυχὴν ἀδίκωσ μήτηρ κἀγώ. (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests1)
  • τᾷδε κατὰ χλοεροῖο ῥιφεὶσ λειμῶνοσ, ὁδῖτα, ἄμπαυσον μογεροῦ μαλθακὰ γυῖα κόπου, ᾗχί σε καὶ Ζεφύροιο τινασσομένη πίτυσ αὔραισ θέλξει, τεττίγων εἰσαϊόντα μέλοσ, χὠ ποιμὴν ἐν ὄρεσσι μεσαμβρινὸν ἀγχόθι παγᾶσ συρίσδων, λασίασ θάμνῳ ὕπο πλατάνου· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2271)
  • οἱ νῦν κληρονόμοι νέκυεσ μέγα κέρδοσ ἔχουσι, τὴν ἀναχώρησιν τοῦ μογεροῦ βιότου. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5003)

Synonyms

  1. toiling

  2. toilsome

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION