Ancient Greek-English Dictionary Language

μιμητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μιμητικός μιμητική μιμητικόν

Structure: μιμητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mime/omai

Sense

  1. good at imitating, imitative, the power of imitating

Examples

  • μεγάλη δὲ τούτων ἀρχὴ καὶ διδάσκαλοσ ἡ φύσισ ἡ ποιοῦσα μιμητικοὺσ ἡμᾶσ τῶν ὀνομάτων, οἷσ δηλοῦται τὰ πράγματα κατά τινασ εὐλόγουσ καὶ κινητικὰσ τῆσ διανοίασ ὁμοιότητασ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 167)
  • τόδε τοίνυν, ὦ Ἀδείμαντε, ἄθρει, πότερον μιμητικοὺσ ἡμῖν δεῖ εἶναι τοὺσ φύλακασ ἢ οὔ· (Plato, Republic, book 3 166:1)
  • ὡσ μὲν πρὸσ ὑμᾶσ εἰρῆσθαι ‐ οὐ γάρ μου κατερεῖτε πρὸσ τοὺσ τῆσ τραγῳδίασ ποιητὰσ καὶ τοὺσ ἄλλουσ ἅπαντασ τοὺσ μιμητικούσ ‐ λώβη ἐοίκεν εἶναι πάντα τὰ τοιαῦτα τῆσ τῶν ἀκουόντων διανοίασ, ὅσοι μὴ ἔχουσι φάρμακον τὸ εἰδέναι αὐτὰ οἱᾶ τυγχάνει ὄντα. (Plato, Republic, book 10 8:1)
  • ταῦτα μὲν δή, ὥσ γε φαίνεται, ἐπιεικῶσ ἡμῖν διωμολόγηται, τόν τε μιμητικὸν μηδὲν εἰδέναι ἄξιον λόγου περὶ ὧν μιμεῖται, ἀλλ’ εἶναι παιδιάν τινα καὶ οὐ σπουδὴν τὴν μίμησιν, τούσ τε τῆσ τραγικῆσ ποιήσεωσ ἁπτομένουσ ἐν ἰαμβείοισ καὶ ἐν ἔπεσι πάντασ εἶναι μιμητικοὺσ ὡσ οἱο͂́ν τε μάλιστα. (Plato, Republic, book 10 178:1)

Synonyms

  1. good at imitating

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION