헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μιμητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μιμητικός μιμητική μιμητικόν

형태분석: μιμητικ (어간) + ος (어미)

어원: mime/omai

  1. good at imitating, imitative, the power of imitating

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μιμητικός

(이)가

μιμητική

(이)가

μιμητικόν

(것)가

속격 μιμητικοῦ

(이)의

μιμητικῆς

(이)의

μιμητικοῦ

(것)의

여격 μιμητικῷ

(이)에게

μιμητικῇ

(이)에게

μιμητικῷ

(것)에게

대격 μιμητικόν

(이)를

μιμητικήν

(이)를

μιμητικόν

(것)를

호격 μιμητικέ

(이)야

μιμητική

(이)야

μιμητικόν

(것)야

쌍수주/대/호 μιμητικώ

(이)들이

μιμητικᾱ́

(이)들이

μιμητικώ

(것)들이

속/여 μιμητικοῖν

(이)들의

μιμητικαῖν

(이)들의

μιμητικοῖν

(것)들의

복수주격 μιμητικοί

(이)들이

μιμητικαί

(이)들이

μιμητικά

(것)들이

속격 μιμητικῶν

(이)들의

μιμητικῶν

(이)들의

μιμητικῶν

(것)들의

여격 μιμητικοῖς

(이)들에게

μιμητικαῖς

(이)들에게

μιμητικοῖς

(것)들에게

대격 μιμητικούς

(이)들을

μιμητικᾱ́ς

(이)들을

μιμητικά

(것)들을

호격 μιμητικοί

(이)들아

μιμητικαί

(이)들아

μιμητικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ αὐτοὶ ἄνθρωποι ἐν τῇ αὐτῇ καταστάσει τῆσ ψυχῆσ ὄντεσ ὅταν ἀπαγγέλλωσι πράγματα οἷσ ἂν παραγενόμενοι τύχωσιν, οὐχ ὁμοίᾳ χρῶνται συνθέσει περὶ πάντων ἀλλὰ μιμητικοὶ γίνονται τῶν ἀπαγγελλομένων καὶ ἐν τῷ συντιθέναι τὰ ὀνόματα, οὐδὲν ἐπιτηδεύοντεσ ἀλλὰ φυσικῶσ ἐπὶ τοῦτο ἀγόμενοι. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2012)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2012)

유의어

  1. good at imitating

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION