Ancient Greek-English Dictionary Language

μιμητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μιμητικός μιμητική μιμητικόν

Structure: μιμητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mime/omai

Sense

  1. good at imitating, imitative, the power of imitating

Examples

  • ἐὰν δ’ ἄρα κατὰ μέρη τῆσ μιμητικῆσ δύηταί πῃ, συνακολουθεῖν αὐτῷ διαιροῦντασ ἀεὶ τὴν ὑποδεχομένην αὐτὸν μοῖραν, ἑώσπερ ἂν ληφθῇ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 116:1)
  • κατὰ δὴ τὸν παρεληλυθότα τρόπον τῆσ διαιρέσεωσ ἔγωγέ μοι καὶ νῦν φαίνομαι δύο καθορᾶν εἴδη τῆσ μιμητικῆσ· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 116:4)
  • καὶ τῆσ γε μιμητικῆσ τὸ ἐπὶ τούτῳ μέροσ κλητέον ὅπερ εἴπομεν ἐν τῷ πρόσθεν, εἰκαστικήν; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 121:1)
  • ταῦτα δὴ περί τε ταύτασ τὰσ ἐπιστήμασ εἰ γίγνοιτο οὕτωσ ὡσ λέγομεν, ὦ Σώκρατεσ, καὶ στρατηγικῆσ καὶ συμπάσησ ἡστινοσοῦν θηρευτικῆσ καὶ γραφικῆσ ἢ συμπάσησ μέροσ ὁτιοῦν μιμητικῆσ καὶ τεκτονικῆσ καὶ συνόλησ ὁποιασοῦν σκευουργίασ ἢ καὶ γεωργίασ καὶ τῆσ περὶ τὰ φυτὰ συνόλησ τέχνησ, ἢ καί τινα ἱπποφορβίαν αὖ κατὰ συγγράμματα θεασαίμεθα γιγνομένην ἢ σύμπασαν ἀγελαιοκομικὴν ἢ μαντικὴν ἢ πᾶν ὅτι μέροσ διακονικὴ περιείληφεν, ἢ πεττείαν ἢ σύμπασαν ἀριθμητικὴν ψιλὴν εἴτε ἐπίπεδον εἴτ’ ἐν βάθεσιν εἴτ’ ἐν τάχεσιν οὖσάν που, ‐ περὶ ἅπαντα ταῦτα οὕτω πραττόμενα τί ποτ’ ἂν φανείη, κατὰ συγγράμματα γιγνόμενα καὶ μὴ κατὰ τέχνην; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 256:1)

Synonyms

  1. good at imitating

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION