Ancient Greek-English Dictionary Language

μιμητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μιμητικός μιμητική μιμητικόν

Structure: μιμητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mime/omai

Sense

  1. good at imitating, imitative, the power of imitating

Examples

  • καὶ τὸ μὲν κεφάλαιον τῆσ ὑποσχέσεωσ,^ μιμητικὴ τίσ ἐστιν ἐπιστήμη καὶ δεικτικὴ καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτικὴ καὶ τῶν ἀφανῶν σαφηνιστική, καὶ ὅπερ ὁ Θουκυδίδησ περὶ τοῦ Περικλέουσ ἔφη ἐπαινῶν τὸν ἄνδρα, τοῦτο καὶ τὸ τοῦ ὀρχηστοῦ ἀκρότατον ἂν ἐγκώμιον εἰή, γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι αὐτά· (Lucian, De saltatione, (no name) 36:3)
  • ἔτι δὲ μᾶλλον ἐπιστήσομεν αὐτὸν ἅμα τῷ προσάγειν τοῖσ ποιήμασιν ὑπογράφοντεσ τὴν ποιητικὴν ὅτι μιμητικὴ τέχνη καὶ δύναμίσ ἐστιν ἀντίστροφοσ τῇ ζῳγραφίᾳ. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 31)
  • ὅτε δὴ τὴν τῶν ἀναγκαίων ὁρῶμεν κτῆσιν διὰ τέχνησ μὲν ἀπεργαζομένην, τούτων δὲ οὐδεμίαν οὐδένα σοφὸν ποιοῦσαν, τό γε μετὰ τοῦτο παιδιά τισ ἂν λείποιτο, μιμητικὴ μὲν τὸ πλεῖστον ἀλλ’ οὐδαμῇ σπουδαία. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 17:1)
  • ὧν σοφὸν οὐδένα εἰσ οὐδὲν σπουδῇ τῇ μεγίστῃ δημιουργοῦντα ἡ μιμητικὴ παρέχεται. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 18:1)
  • γεωργία μὲν καὶ ὅση περὶ τὸ θνητὸν πᾶν σῶμα θεραπεία, τό τε αὖ περὶ τὸ σύνθετον καὶ πλαστόν, ὃ δὴ σκεῦοσ ὠνομάκαμεν, ἥ τε μιμητική, σύμπαντα ταῦτα δικαιότατ’ ἂν ἑνὶ προσαγορεύοιτ’ ἂν ὀνόματι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 19:9)

Synonyms

  1. good at imitating

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION