헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετέωρος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετέωρος

형태분석: μετεωρ (어간) + ος (어미)

어원: epic meth/oros, q. v.,

  1. lifted up, on high, in air

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μετέωρος

(이)가

μετέωρον

(것)가

속격 μετεώρου

(이)의

μετεώρου

(것)의

여격 μετεώρῳ

(이)에게

μετεώρῳ

(것)에게

대격 μετέωρον

(이)를

μετέωρον

(것)를

호격 μετέωρε

(이)야

μετέωρον

(것)야

쌍수주/대/호 μετεώρω

(이)들이

μετεώρω

(것)들이

속/여 μετεώροιν

(이)들의

μετεώροιν

(것)들의

복수주격 μετέωροι

(이)들이

μετέωρα

(것)들이

속격 μετεώρων

(이)들의

μετεώρων

(것)들의

여격 μετεώροις

(이)들에게

μετεώροις

(것)들에게

대격 μετεώρους

(이)들을

μετέωρα

(것)들을

호격 μετέωροι

(이)들아

μετέωρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • χάρακεσ ἐπὶ μετεώρου κείμενοι κατέναντι ἀνέμου οὐ μὴ ὑπομείνωσιν. οὕτωσ καρδία δειλὴ ἐπὶ διανοήματοσ μωροῦ κατέναντι παντὸσ φόβου οὐ μὴ ὑπομείνῃ. (Septuagint, Liber Sirach 22:16)

    (70인역 성경, Liber Sirach 22:16)

  • ψυχὴ γὰρ ἀνδρὸσ ἀπαγγέλλειν ἐνίοτε εἴωθεν ἢ ἑπτὰ σκοποὶ ἐπὶ μετεώρου καθήμενοι ἐπὶ σκοπῆσ. (Septuagint, Liber Sirach 37:14)

    (70인역 성경, Liber Sirach 37:14)

  • καὶ καταλειφθῇ ἐν αὐτῇ καλάμη, ἢ ὡσ ρῶγεσ ἐλαίασ δύο ἢ τρεῖσ ἐπ̓ ἄκρου μετεώρου, ἢ τέσσαρεσ ἢ πέντε ἐπὶ τῶν κλάδων αὐτῶν καταλειφθῆ. τάδε λέγει Κύριοσ ὁ Θεὸσ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Isaiae 17:6)

    (70인역 성경, 이사야서 17:6)

  • καὶ ἔσται ἐπὶ παντὸσ ὄρουσ ὑψηλοῦ καὶ ἐπὶ παντὸσ βουνοῦ μετεώρου ὕδωρ διαπορευόμενον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅταν ἀπόλωνται πολλοὶ καὶ ὅταν πέσωσι πύργοι. (Septuagint, Liber Isaiae 30:25)

    (70인역 성경, 이사야서 30:25)

  • οὔσησ δὲ μετεώρου τῆσ Ἑλλάδοσ καὶ μάλιστα τοῖσ Ἀθηναίοισ τῶν πραγμάτων ἐπισφαλῶσ ἐχόντων, ἄνδρεσ ἐξ οἴκων ἐπιφανῶν καὶ χρημάτων μεγάλων πένητεσ ὑπὸ τοῦ πολέμου γεγονότεσ καὶ πᾶσαν ἅμα τῷ πλούτῳ τὴν ἐν τῇ πόλει δύναμιν αὑτῶν καὶ δόξαν οἰχομένην ὁρῶντεσ, ἑτέρων τιμωμένων καὶ ἀρχόντων, συνῆλθον εἰσ οἰκίαν τινὰ τῶν ἐν Πλαταιαῖσ κρύφα καὶ συνωμόσαντο καταλύσειν τὸν δῆμον· (Plutarch, , chapter 13 1:1)

    (플루타르코스, , chapter 13 1:1)

유의어

  1. lifted up

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION