헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέμψις

; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μέμψις μέμψεως

어원: me/mfomai

  1. 나무라다, 비난하다, 비난, 원망, 탓
  1. blame, censure, reproof, blame
  2. cause for complaint

예문

  • ἀλλ̓ ὅμωσ ἐπὶ τούτοισ ἔστι μέμψισ ὀλίγη, καὶ γὰρ αὐτοὶ τάχα πλανῶνται Θεὸν ζητοῦντεσ καὶ θέλοντεσ εὑρεῖν. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:6)

    (70인역 성경, 지혜서 13:6)

  • ἐν μὲν γὰρ τοῖσ ἑτέροισ σχήμασι ῥᾴδιον πεσεῖν μέσον τι ἐπαίνου καὶ μέμψεωσ· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 11:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 11:1)

  • ἐναντιωτάτη τοίνυν ἡ μέμψισ αὕτη ἂν γένοιτο τῇ ὑμετέρᾳ ἐπιθυμίᾳ. (Lucian, Prometheus, (no name) 19:3)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 19:3)

  • ἐπώνυμοσ δὲ σῆσ ἀφικόμην χθονὸσ Παλλάσ, δρόμῳ σπεύσασ’ Ἀπόλλωνοσ πάρα, ὃσ ἐσ μὲν ὄψιν σφῷν μολεῖν οὐκ ἠξίου, μὴ τῶν πάροιθε μέμψισ ἐσ μέσον μόλῃ, ἡμᾶσ δὲ πέμπει τοὺσ λόγουσ ὑμῖν φράσαι· (Euripides, Ion, episode, iambic 1:3)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambic 1:3)

  • αὐτῶν καθαρόν ἐστι καὶ πάσησ ἀμιγὲσ ὀργῆσ καὶ μέμψεωσ. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 2 2:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 2 2:1)

  • λαβὼν δὲ ὁ Δεινίασ οὐκ ἀφανὴσ εὐθὺσ ἦν τῇ Χαρικλείᾳ καλόσ ποθεν αὖθισ γεγενημένοσ, καὶ αὖθισ ἡ ἅβρα καὶ τὰ γραμματεῖα, καὶ μέμψισ ὅτι μὴ πολλοῦ χρόνου ἀφίκετο, καὶ οἱ κόλακεσ συνέθεον ἐπικαλαμησόμενοι, ὁρῶντεσ ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 16:4)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 16:4)

  • ἀλλὰ κἂν γένηταί τισ ὀργὴ καὶ μέμψισ, ἐκλύεται διὰ μέσον τῶν φίλων ἐκδεχομένων καὶ διασκεδαννύντων ἄνπερ ἀμφοτέροισ οἰκείωσ ἔχωσι καὶ πρὸσ ἀμφοτέρουσ ὁμοῦ τῇ εὐνοίᾳ συννεύωσιν. (Plutarch, De fraterno amore, section 20 1:2)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 20 1:2)

유의어

  1. 나무라다

  2. cause for complaint

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION