μέλος
Third declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
μέλος
μέλεος
Structure:
μελο
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- part of a body, limb, member, part
- part of a group, member
- song, strain
- tune
- melody
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- γενομένου δὲ αὐτοῖσ τοῦ Παντοκράτοροσ συμμάχου, κατέσφαξαν τῶν πολεμίων ὑπὲρ τοὺσ ἐνακισχιλίουσ, τραυματίασ δὲ καὶ τοῖσ μέλεσιν ἀναπήρουσ τὸ πλεῖστον μέροσ τῆσ τοῦ Νικάνοροσ στρατιᾶσ ἐποίησαν, πάντασ δὲ φυγεῖν ἠνάγκασαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:24)
- σείομαι πᾶσι τοῖσ μέλεσιν, οἶδα γάρ ὅτι οὐκ ἀθῶόν με ἐάσεισ. (Septuagint, Liber Iob 9:28)
- μᾶλλον μὲν οὖν φθεγξόμεσθ’, εἰ δή ποτ’ εὐηλίοισ ἐν ἁμέραισιν ἡλάμεσθα διὰ κυπείρου καὶ φλέω, χαίροντεσ ᾠδῆσ πολυκολύμβοισι μέλεσιν, ἢ Διὸσ φεύγοντεσ ὄμβρον ἔνυδρον ἐν βυθῷ χορείαν αἰόλαν ἐφθεγξάμεσθα πομφολυγοπαφλάσμασιν. (Aristophanes, Frogs, Prologue, trochees 1:10)
- φαίνετε τοίνυν ὑμεῖσ τούτῳ λαμπάδασ ἱεράσ, χἄμα προπέμπετε τοῖσιν τούτου τοῦτον μέλεσιν καὶ μολπαῖσιν κελαδοῦντεσ. (Aristophanes, Frogs, Exodus, anapests5)
- ἐλελιζομένησ δ’ ἱεροῖσ μέλεσιν γένυοσ ξουθῆσ καθαρὰ χωρεῖ διὰ φυλλοκόμου μίλακοσ ἠχὼ πρὸσ Διὸσ ἕδρασ, ἵν’ ὁ χρυσοκόμασ Φοῖβοσ ἀκούων τοῖσ σοῖσ ἐλέγοισ ἀντιψάλλων ἐλεφαντόδετον φόρμιγγα θεῶν ἵστησι χορούσ· (Aristophanes, Birds, Parodos, monody2)
Synonyms
-
part of a body
- μόριον (member or part of the body)
- ῥέθος (a limb, the limbs, body)
- κῶλον (part of the body: limb, leg, arm)
- κῶλον (part of something, member)
-
part of a group
- μόριον (member or part of the body)
- κῶλον (part of something, member)
- μόριον (constituent part, member)
-
song
-
tune