μελοποιός
Second declension Noun; Masculine
Transliteration:
Principal Part:
μελοποιός
μελοποιοῦ
Structure:
μελοποι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Etym.: me/los II, poie/w
Sense
- a maker of songs, a lyric poet
- tuneful
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ἀργανθώνιοσ μὲν οὖν Ταρτησσίων βασιλεὺσ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη βιῶναι λέγεται, ὡσ Ἡρόδοτοσ ὁ λογοποιὸσ καὶ ὁ μελοποιὸσ Ἀνακρέων· (Lucian, Macrobii, (no name) 10:1)
- Ἀνακρέων δὲ ὁ τῶν μελῶν ποιητὴσ ἔζησεν ἔτη πέντε καὶ ὀγδοήκοντα, καὶ Στησίχοροσ δὲ ὁ μελοποιὸσ ταὐτά, Σιμωνίδησ δὲ ὁ Κεῖοσ ὑπὲρ τὰ ἐνενήκοντα. (Lucian, Macrobii, (no name) 26:1)
- δεύτερον δὲ καὶ τρίτον παράδειγμα Θεανώ τε ἐκείνη καὶ ἡ Λεσβία μελοποιόσ, καὶ Διοτίμα ἐπὶ ταύταισ, ἡ μὲν τὸ μεγαλόνουν ἡ Θεανὼ συμβαλλομένη εἰσ τὴν γραφήν, ἡ Σαπφὼ δὲ τὸ γλαφυρὸν τῆσ προαιρέσεωσ· (Lucian, Imagines, (no name) 18:1)
- Σιμόεντοσ ἡμένα κοίτασ φοινίασ ὑμνεῖ πολυχορδοτάτᾳ γήρυϊ παιδολέτωρ μελοποιὸν ἀηδονὶσ μέριμναν. (Euripides, Rhesus, choral, antistrophe 12)
- ἐπιδημεῖ γὰρ θίασοσ Μουσῶν ἔνδον μελάθρων τῶν δεσποσύνων μελοποιῶν. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, anapests2)
- ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ, φησὶν ὁ Θηβαῖοσ μελοποιόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 441)
- καὶ Ξάνθοσ δ’ ὁ μελοποιόσ, πρεσβύτεροσ ὢν Στησιχόρου, ὡσ καὶ αὐτὸσ ὁ Στησίχοροσ μαρτυρεῖ, ὥσ φησιν ὁ Μεγακλείδησ, οὐ ταύτην αὐτῷ περιτίθησι τὴν στολήν, ἀλλὰ τὴν Ὁμηρικήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 6 3:1)
Synonyms
-
a maker of songs
-
tuneful