- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέλος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: melos 고전 발음: [멜로] 신약 발음: [맬로]

기본형: μέλος μέλεος

형태분석: μελο (어간) + ς (어미)

  1. 부분, 일부, 팔다리, 일원, 역할
  2. 일원, 멤버, 회원
  3. 노래, 시, 긴장
  4. 멜로디, 소곡
  5. 멜로디, 가락
  1. part of a body, limb, member, part
  2. part of a group, member
  3. song, strain
  4. tune
  5. melody

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μέλος

부분이

μέλει

부분들이

μέλη

부분들이

속격 μέλους

부분의

μέλοιν

부분들의

μελέων

부분들의

여격 μέλει

부분에게

μέλοιν

부분들에게

μέλεσι(ν)

부분들에게

대격 μέλος

부분을

μέλει

부분들을

μέλη

부분들을

호격 μέλος

부분아

μέλει

부분들아

μέλη

부분들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί γὰρ μέλει τῷ Κυρίῳ, ἐὰν σὺ ἦσθα τοῖς ἔργοις ἄμεμπτος; ἢ ὠφέλεια, ὅτι ἁπλώσεις τὴν ὁδόν σου; (Septuagint, Liber Iob 22:3)

    (70인역 성경, 욥기 22:3)

  • οὔτε γὰρ Θεός ἐστι πλὴν σοῦ, ᾧ μέλει περὶ πάντων, ἵνα δείξῃς ὅτι οὐκ ἀδίκως ἔκρινας, (Septuagint, Liber Sapientiae 12:13)

    (70인역 성경, 지혜서 12:13)

  • ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ληφθήσεται ἐφ᾿ ὑμᾶς παραβολή, καὶ θρηνηθήσεται θρῆνος ἐν μέλει λέγων. ταλαιπωρίᾳ ἐταλαιπωρήσαμεν. μερὶς λαοῦ μου κατεμετρήθη ἐν σχοινίῳ, καὶ οὐκ ἦν ὁ κωλύων αὐτὸν τοῦ ἀποστρέψαι. οἱ ἀγροὶ ὑμῶν διεμερίσθησαν. (Septuagint, Prophetia Michaeae 2:4)

    (70인역 성경, 미카서 2:4)

  • μὴ καὶ οὕτως μέλει σωθῆναι; ἐπάξω γὰρ ἐπὶ τὴν φάραγγα Ἄραβας, καὶ λήψονται αὐτήν. (Septuagint, Liber Isaiae 15:7)

    (70인역 성경, 이사야서 15:7)

  • καὶ ἐκ μὲν ὀλίγου πυρὸς ἀπορροίη ἐς ἡμέας ἔρχεται, καὶ τὸ πῦρ οὐ δι ἡμέας καίει τι οὐδέ οἱ μέλει τοῦ ἡμετέρου θάλπεος, ἀστέρων δὲ οὐδεμίην ἀπορροίην δεχόμεθα · (Lucian, De astrologia, (no name) 29:3)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 29:3)

유의어

  1. 부분

  2. 일원

  3. 노래

  4. 멜로디

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION