μανίᾱ
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μανίᾱ
μανίας
형태분석:
μανι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 광기, 분노, 제정신이 아닌 상태, 미침
- 강제, 강요, 강박
- madness, frenzy, enthusiasm
- mad desire, compulsion
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μακάριοσ ἀνήρ, οὗ ἐστι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶσ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐπέβλεψεν εἰσ ματαιότητασ καὶ μανίασ ψευδεῖσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 39:5)
(70인역 성경, 시편 39:5)
- τάχα γὰρ ἂν εἰε͂́ν τινεσ αἱ ἐμὲ διαλανθάνουσαι τοιαῦται γραφαί, τὸ δὲ τῆσ ἀπάντων ἱστορίασ ὁρ́ον ἑαυτὸν ποιεῖν καὶ περὶ τοῦ μὴ γεγονέναι τι τῶν δυνατῶν γενέσθαι λέγειν αὔθαδεσ πάνυ καὶ οὐ πόρρω μανίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 4 1:3)
(디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 4 1:3)
- Παλαμήδησ γὰρ ὁ τοῦ Ναυπλίου συνεὶσ τὸ γιγνόμενον, ἁρπάσασ τὸν Τηλέμαχον ἀπειλεῖ φονεύσειν πρόκωπον ἔχων τὸ ξίφοσ, καὶ πρὸσ τὴν τῆσ μανίασ ὑπόκρισιν ὀργὴν καὶ οὗτοσ ἀνθυποκρίνεται. (Lucian, De Domo, (no name) 30:3)
(루키아노스, De Domo, (no name) 30:3)
- ἔπειτα πῶσ ἄν μοι τὴν ἀκριβεστάτην βάσανον ὁ λόγοσ ἔλαβεν, εἰ μὴ τοὺσ ἀρίστουσ λόγουσ τῶν Ἰσοκράτουσ τε καὶ Πλάτωνοσ τοῖσ κρατίστοισ τῶν Δημοσθένουσ ἀντιπαρέθηκα καὶ καθ’ ὃ μέροσ ἥττουσ οἱ τούτων λόγοι εἰσὶ τῶν ἐκείνου, μετὰ πάσησ ἀληθείασ ἐπέδειξα, οὐχ ἅπαντα τοῖσ ἀνδράσιν ἐκείνοισ ἡμαρτῆσθαι λέγων μανίασ γὰρ τοῦτό γε, ἀλλ’ οὐδ’ ἅπαντα ἐπίσησ κατωρθῶσθαι. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 6:2)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 6:2)
- νυνὶ δὲ τὰ μὲν τῆσ μανίασ αὐτῷ τέλεον πέπαυται, τὰ δὲ τῆσ ὀργῆσ μᾶλλον ἐπιτείνεται, καὶ τὸ δεινότατον, τοῖσ μὲν ἄλλοισ ἅπασιν σωφρονεῖ, κατ’ ἐμοῦ δὲ τοῦ θεραπεύσαντοσ μόνου μαίνεται. (Lucian, Abdicatus, (no name) 1:4)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 1:4)