Ancient Greek-English Dictionary Language

λογικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λογικός λογική λογικόν

Structure: λογικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. Belonging to speech: prose
  2. Belonging to reason: intellectual
  3. rational, logical, reasonable, thoughtful

Examples

  • οὐδεμία γὰρ ἐπιστήμη, οὔτε θεωρητικὴ οὔτε ποιητική, οὔτε λέγει οὔτε πράττει τοῦτο προσδιορίζουσα, ἀλλὰ τοῦτ’ ἐστι πρὸσ τὰσ συκοφαντίασ τῶν τεχνῶν τὰσ λογικάσ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 66:1)
  • Πυθαγόρασ Πλάτων λογικὰσ μὲν εἶναι καὶ τῶν ἀλόγων ζῴων καλουμένων τὰσ ψυχάσ, οὐ μὴν λογικῶσ ἐνεργούσασ παρὰ τὴν δυσκρασίαν τῶν σωμάτων καὶ τὸ μὴ ἔχειν τὸ φραστικόν, ὥσπερ ἐπὶ τῶν πιθήκων καὶ τῶν κυνῶν ωοοῦσι μὲν γὰρ οὗτοι οὐ φράζουσι δέ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 3:1)
  • τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό καὶ ὅσα ἄλλα προσδιορισαίμεθ’ ἄν, ἔστω προσδιωρισμένα πρὸσ τὰσ λογικὰσ δυσχερείασ· (Aristotle, Metaphysics, Book 4 55:5)
  • διαφέρει δὲ τούτων οὐθὲν ὡσ εἰπεῖν πρὸσ ἔνια τῶν συμβαινόντων, ἀλλὰ πρὸσ τὰσ λογικὰσ μόνον δυσχερείασ, ἃσ φυλάττονται διὰ τὸ καὶ αὐτοὶ λογικὰσ φέρειν τὰσ ἀποδείξεισ. (Aristotle, Metaphysics, Book 14 10:1)

Synonyms

  1. Belonging to speech

  2. Belonging to reason

  3. rational

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION