헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λογικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λογικός λογική λογικόν

형태분석: λογικ (어간) + ος (어미)

  1. 지적
  2. 당연한, 합리적인, 합당한, 논리적인, 필연적인
  1. Belonging to speech: prose
  2. Belonging to reason: intellectual
  3. rational, logical, reasonable, thoughtful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λογικός

(이)가

λογική

(이)가

λογικόν

(것)가

속격 λογικοῦ

(이)의

λογικῆς

(이)의

λογικοῦ

(것)의

여격 λογικῷ

(이)에게

λογικῇ

(이)에게

λογικῷ

(것)에게

대격 λογικόν

(이)를

λογικήν

(이)를

λογικόν

(것)를

호격 λογικέ

(이)야

λογική

(이)야

λογικόν

(것)야

쌍수주/대/호 λογικώ

(이)들이

λογικᾱ́

(이)들이

λογικώ

(것)들이

속/여 λογικοῖν

(이)들의

λογικαῖν

(이)들의

λογικοῖν

(것)들의

복수주격 λογικοί

(이)들이

λογικαί

(이)들이

λογικά

(것)들이

속격 λογικῶν

(이)들의

λογικῶν

(이)들의

λογικῶν

(것)들의

여격 λογικοῖς

(이)들에게

λογικαῖς

(이)들에게

λογικοῖς

(것)들에게

대격 λογικούς

(이)들을

λογικᾱ́ς

(이)들을

λογικά

(것)들을

호격 λογικοί

(이)들아

λογικαί

(이)들아

λογικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδεμία γὰρ ἐπιστήμη, οὔτε θεωρητικὴ οὔτε ποιητική, οὔτε λέγει οὔτε πράττει τοῦτο προσδιορίζουσα, ἀλλὰ τοῦτ’ ἐστι πρὸσ τὰσ συκοφαντίασ τῶν τεχνῶν τὰσ λογικάσ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 66:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 66:1)

  • Πυθαγόρασ Πλάτων λογικὰσ μὲν εἶναι καὶ τῶν ἀλόγων ζῴων καλουμένων τὰσ ψυχάσ, οὐ μὴν λογικῶσ ἐνεργούσασ παρὰ τὴν δυσκρασίαν τῶν σωμάτων καὶ τὸ μὴ ἔχειν τὸ φραστικόν, ὥσπερ ἐπὶ τῶν πιθήκων καὶ τῶν κυνῶν ωοοῦσι μὲν γὰρ οὗτοι οὐ φράζουσι δέ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 3:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 5, 3:1)

  • τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό καὶ ὅσα ἄλλα προσδιορισαίμεθ’ ἄν, ἔστω προσδιωρισμένα πρὸσ τὰσ λογικὰσ δυσχερείασ· (Aristotle, Metaphysics, Book 4 55:5)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 4 55:5)

  • διαφέρει δὲ τούτων οὐθὲν ὡσ εἰπεῖν πρὸσ ἔνια τῶν συμβαινόντων, ἀλλὰ πρὸσ τὰσ λογικὰσ μόνον δυσχερείασ, ἃσ φυλάττονται διὰ τὸ καὶ αὐτοὶ λογικὰσ φέρειν τὰσ ἀποδείξεισ. (Aristotle, Metaphysics, Book 14 10:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 14 10:1)

유의어

  1. Belonging to speech

  2. 지적

  3. 당연한

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION