- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νοερός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: noeros 고전 발음: [노에로] 신약 발음: [노애로]

기본형: νοερός νοερή νοερόν

형태분석: νοερ (어간) + ος (어미)

어원: νόος

  1. 지적
  1. intellectual

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 νοερός

지적 (이)가

νοερά

지적 (이)가

νοερόν

지적 (것)가

속격 νοεροῦ

지적 (이)의

νοερᾶς

지적 (이)의

νοεροῦ

지적 (것)의

여격 νοερῷ

지적 (이)에게

νοερᾷ

지적 (이)에게

νοερῷ

지적 (것)에게

대격 νοερόν

지적 (이)를

νοεράν

지적 (이)를

νοερόν

지적 (것)를

호격 νοερέ

지적 (이)야

νοερά

지적 (이)야

νοερόν

지적 (것)야

쌍수주/대/호 νοερώ

지적 (이)들이

νοερά

지적 (이)들이

νοερώ

지적 (것)들이

속/여 νοεροῖν

지적 (이)들의

νοεραῖν

지적 (이)들의

νοεροῖν

지적 (것)들의

복수주격 νοεροί

지적 (이)들이

νοεραί

지적 (이)들이

νοερά

지적 (것)들이

속격 νοερῶν

지적 (이)들의

νοερῶν

지적 (이)들의

νοερῶν

지적 (것)들의

여격 νοεροῖς

지적 (이)들에게

νοεραῖς

지적 (이)들에게

νοεροῖς

지적 (것)들에게

대격 νοερούς

지적 (이)들을

νοεράς

지적 (이)들을

νοερά

지적 (것)들을

호격 νοεροί

지적 (이)들아

νοεραί

지적 (이)들아

νοερά

지적 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 νοερός

νοεροῦ

지적 (이)의

νοερότερος

νοεροτεροῦ

더 지적 (이)의

νοερότατος

νοεροτατοῦ

가장 지적 (이)의

부사 νοερώς

νοερότερον

νοερότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ πνεῦμα νοερόν, ἅγιον, μονογενές, πολυμερές, λεπτόν, εὐκίνητον, τρανόν, ἀμόλυντον, σαφές, ἀπήμαντον, φιλάγαθον, ὀξύ, ἀκώλυτον, εὐεργετικόν, (Septuagint, Liber Sapientiae 7:22)

    (70인역 성경, 지혜서 7:22)

  • φιλάνθρωπον, βέβαιον, ἀσφαλές, ἀμέριμνον, παντοδύναμον, πανεπίσκοπον καὶ διὰ πάντων χωροῦν πνευμάτων νοερῶν καθαρῶν λεπτοτάτων. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:23)

    (70인역 성경, 지혜서 7:23)

  • ἐὰν μὲν καὶ ἡ τῆς λέξεως μεγαλοπρέπεια καὶ ἡ τῆς συνθέσεως ἐξαλλαγὴ καὶ τὸ τῶν παθῶν ἔμψυχον καὶ τὸ διὰ πάσης κεραίας διῆκον πικρὸν καὶ νοερὸν τό τε πνεῦμα καὶ ἡ δεινότης πᾶσι παρέπηται, μηθὲν ἔτι τὸ κωλῦον ἔστω ἐν τοῖς Δημοσθένους αὐτοὺς ἀναγράφειν. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 7 1:6)

    (디오니시오스, De Dinarcho, chapter 7 1:6)

  • τὸ γὰρ νοερὸν ἡ φύσις ἔχουσα καὶ τὸ δοξαστικὸν εἶχεν: (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 4 7:1)

    (플루타르코스, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 4 7:1)

  • εἶδος, καὶ τῷ αἰσθητικῷ τὸ νοερὸν καὶ τῷ κινητικῷ τὸ τεταγμένον ἀφ αὑτοῦ παρασχὼν ἡγεμόνα τοῦ παντὸς ἐγκατέστησεν. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 9 2:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 9 2:1)

  • ἦν μὲν Ἀναξιμένης νοερὸς σοφός: (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 10:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 10:1)

유의어

  1. 지적

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION