Ancient Greek-English Dictionary Language

νοερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νοερός νοερή νοερόν

Structure: νοερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: no/os

Sense

  1. intellectual

Examples

  • Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ πνεῦμα νοερόν, ἅγιον, μονογενέσ, πολυμερέσ, λεπτόν, εὐκίνητον, τρανόν, ἀμόλυντον, σαφέσ, ἀπήμαντον, φιλάγαθον, ὀξύ, ἀκώλυτον, εὐεργετικόν, (Septuagint, Liber Sapientiae 7:22)
  • φιλάνθρωπον, βέβαιον, ἀσφαλέσ, ἀμέριμνον, παντοδύναμον, πανεπίσκοπον καὶ διὰ πάντων χωροῦν πνευμάτων νοερῶν καθαρῶν λεπτοτάτων. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:23)
  • ἐὰν μὲν καὶ ἡ τῆσ λέξεωσ μεγαλοπρέπεια καὶ ἡ τῆσ συνθέσεωσ ἐξαλλαγὴ καὶ τὸ τῶν παθῶν ἔμψυχον καὶ τὸ διὰ πάσησ κεραίασ διῆκον πικρὸν καὶ νοερὸν τό τε πνεῦμα καὶ ἡ δεινότησ πᾶσι παρέπηται, μηθὲν ἔτι τὸ κωλῦον ἔστω ἐν τοῖσ Δημοσθένουσ αὐτοὺσ ἀναγράφειν. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 7 1:6)
  • τὸ γὰρ νοερὸν ἡ φύσισ ἔχουσα καὶ τὸ δοξαστικὸν εἶχεν· (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 4 7:1)
  • εἶδοσ, καὶ τῷ αἰσθητικῷ τὸ νοερὸν καὶ τῷ κινητικῷ τὸ τεταγμένον ἀφ’ αὑτοῦ παρασχὼν ἡγεμόνα τοῦ παντὸσ ἐγκατέστησεν. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 9 2:1)
  • ἦν μὲν Ἀναξιμένησ νοερὸσ σοφόσ· (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 10:1)

Synonyms

  1. intellectual

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION