- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόλαξ?

3군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: kolax 고전 발음: [꼴락] 신약 발음: [꼴락]

기본형: κόλαξ κόλακος

형태분석: κολακ (어간) + ς (어미)

  1. 아첨꾼
  1. a flatterer, fawner

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόλαξ

아첨꾼이

κόλακε

아첨꾼들이

κόλακες

아첨꾼들이

속격 κόλακος

아첨꾼의

κολάκοιν

아첨꾼들의

κολάκων

아첨꾼들의

여격 κόλακι

아첨꾼에게

κολάκοιν

아첨꾼들에게

κόλαξι(ν)

아첨꾼들에게

대격 κόλακα

아첨꾼을

κόλακε

아첨꾼들을

κόλακας

아첨꾼들을

호격 κόλαξ

아첨꾼아

κόλακε

아첨꾼들아

κόλακες

아첨꾼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ μὲν οὖν κόλαξ ἅτε τῆς χρείας ἕνεκα τῆς ἑαυτοῦ ἐπαινῶν, ἀληθείας δὲ ὀλίγην ποιούμενος τὴν πρόνοιαν, ἅπαντα ὑπερεπαινεῖν οἰέται δεῖν, ἐπιψευδόμενος καὶ προστιθεὶς παρ αὑτοῦ τὰ πλείω, ὡς μὴ ἂν ὀκνῆσαι καὶ τὸν Θερσίτην εὐμορφότερον ἀποφῆναι τοῦ Ἀχιλλέως καὶ τὸν Νέστορα φάναι τῶν ἐπὶ Ἴλιον στρατευσάντων τὸν νεώτατον εἶναι. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 20:3)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 20:3)

  • ὁ δὲ κόλαξ τοῦτο τὸ ἔπος κἂν περὶ τῆς συβώτου καλύβης εἴποι, εἰ μόνον τι παρὰ τοῦ συβώτου λαβεῖν ἐλπίσειεν ὅπου Κύναιθος ὁ Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ κόλαξ ἁπάντων αὐτῷ τῶν πρὸς τὴν κολακείαν καταναλωμένων ἐπῄνει ὑπὸ βηχὸς ἐνοχλούμενον τὸν Δημήτριον, ὅτι ἐμμελῶς ἐχρέμπτετο. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 20:9)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 20:9)

  • ὦ πόλις καὶ Θεώρου θεοισεχθρία, κεἴ τις ἄλλος προέστηκεν ἡμῶν κόλαξ. (Aristophanes, Wasps, Choral, strophe8)

    (아리스토파네스, Wasps, Choral, strophe8)

  • ἡ βελτίστη δὲ Πενία πόνοις με τοῖς ἀνδρικωτάτοις καταγυμνάσασα καὶ μετ ἀληθείας καὶ παρρησίας προσομιλοῦσα τά τε ἀναγκαῖα κάμνοντι παρεῖχε καὶ τῶν πολλῶν ἐκείνων καταφρονεῖν ἐπαίδευεν, ἐξ αὐτοῦ ἐμοῦ τὰς ἐλπίδας ἀπαρτήσασά μοι τοῦ βίου καὶ δείξασα ὅστις ἦν ὁ πλοῦτος ὁ , ἐμός, ὃν οὔτε κόλαξ θωπεύων οὔτε συκοφάντης φοβῶν, οὐ δῆμος παροξυνθείς, οὐκ ἐκκλησιαστὴς ψηφοφορήσας, οὐ τύραννος ἐπιβουλεύσας ἀφελέσθαι δύναιτ ἄν. (Lucian, Timon, (no name) 36:4)

    (루키아노스, Timon, (no name) 36:4)

유의어

  1. 아첨꾼

    • θώψ (아첨꾼, 아양, 아첨)

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION