Ancient Greek-English Dictionary Language

κοινωνικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κοινωνικός κοινωνική κοινωνικόν

Structure: κοινωνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from koinwno/s

Sense

  1. held in common, social
  2. giving a share, of

Examples

  • λέγονται δὲ φιλίαι συγγενικὴ ἑταιρικὴ κοινωνικὴ ἡ λεγομένη πολιτική. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 170:1)
  • καὶ τοίνυν κατὰ μὲν τούτουσ αὕτη τὰ σώματα τῶν τε φυτῶν καὶ τῶν ζῳών συνίστησι δυνάμεισ τινὰσ ἔχουσα τὰσ μὲν ἑλκτικάσ θ’ ἅμα καὶ ὁμοιωτικὰσ τῶν οἰκείων, τὰσ δ’ ἀποκριτικὰσ τῶν ἀλλοτρίων, καὶ τεχνικῶσ ἅπαντα διαπλάττει τε γεννῶσα καὶ προνοεῖται τῶν γεννωμένων ἑτέραισ αὖθίσ τισι δυνάμεσι, στερκτικῇ μέν τινι καὶ προνοητικῇ τῶν ἐγγόνων, κοινωνικῇ δὲ καὶ φιλικῇ τῶν ὁμογενῶν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1210)
  • Ἀντιγόνου δὲ μεταλλάξαντοσ, καὶ συνθεμένων τῶν Ἀχαιῶν καὶ συμμαχίαν πρὸσ Αἰτωλοὺσ καὶ μετασχόντων εὐγενῶσ σφίσι τοῦ πρὸσ Δημήτριον πολέμου, τὰ μὲν τῆσ ἀλλοτριότητοσ καὶ δυσμενείασ ἤρθη κατὰ τὸ παρόν, ὑπεγένετο δὲ κοινωνικὴ καὶ φιλική τισ αὐτοῖσ διάθεσισ. (Polybius, Histories, book 2, chapter 44 1:2)

Synonyms

  1. giving a share

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION