Ancient Greek-English Dictionary Language

κλειτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κλειτός κλειτή κλειτόν

Structure: κλειτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: klei/w2

Sense

  1. renowned, famous, (of things) splendid, excellent

Examples

  • τὼσ γάρ μιν Ἀπόλλων Λητοί̈δησ ἤνωξ’, ὅτι ῥα κλειτὰσ ἑκατόμβασ ὅστισ ἄγοι Πυθοῖδε βίῃ σύλασκε δοκεύων. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 45:4)
  • παρ’ οἷσ ποτε Περσεὺσ ἐδαίσατο λαγέτασ, δώματ’ ἐσελθών, κλειτὰσ ὄνων ἑκατόμβασ ἐπιτόσσαισ θεῷ ῥέζοντασ· (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 10 11:1)
  • Ὁ μικκὸσ τόδ’ ἔτευξε τᾷ Θραΐσσᾳ Μήδειοσ τὸ μνᾶμ’ ἐπὶ τᾷ ὁδῷ κἠπέγραψε Κλείτασ. (Theocritus, Idylls1)
  • αὐτὸσ δὲ στρατὸν ὑβριστὴν Μήδων ἀπέρυκε τῆσδε πόλευσ, ἵνα σοι λαοὶ ἔν εὐφροσύνῃ ἦροσ ἐπερχομένου κλειτὰσ πέμπωσ’ ἑκατόμβασ, τερπόμενοι κιθάρῃ καὶ θαλίῃ ἐρατῇ παιάνων τε χοροῖσ ἰαχῇσί τε σὸν περὶ βωμόν. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389428)
  • ὁ μικκὸσ τόδ’ ἔτευξε τᾷ Θραΐσσᾳ Μήδειοσ τὸ μνᾶμ’ ἐπὶ τᾷ ὁδῷ, κἠπέγραψε Κλείτασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 6631)

Synonyms

  1. renowned

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION