헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταισχύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταισχύνω καταισχυνῶ

형태분석: κατ (접두사) + αἰσχύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두다, 놓다, 깔리다, 달다, 놓이다, 묻히다, 위치시키다, 함께 던지다
  1. to disgrace, dishonour, put to shame, I put, to shame, covered, with dishonour
  2. to feel shame before, to be ashamed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταισχύνω

(나는) 둔다

καταισχύνεις

(너는) 둔다

καταισχύνει

(그는) 둔다

쌍수 καταισχύνετον

(너희 둘은) 둔다

καταισχύνετον

(그 둘은) 둔다

복수 καταισχύνομεν

(우리는) 둔다

καταισχύνετε

(너희는) 둔다

καταισχύνουσιν*

(그들은) 둔다

접속법단수 καταισχύνω

(나는) 두자

καταισχύνῃς

(너는) 두자

καταισχύνῃ

(그는) 두자

쌍수 καταισχύνητον

(너희 둘은) 두자

καταισχύνητον

(그 둘은) 두자

복수 καταισχύνωμεν

(우리는) 두자

καταισχύνητε

(너희는) 두자

καταισχύνωσιν*

(그들은) 두자

기원법단수 καταισχύνοιμι

(나는) 두기를 (바라다)

καταισχύνοις

(너는) 두기를 (바라다)

καταισχύνοι

(그는) 두기를 (바라다)

쌍수 καταισχύνοιτον

(너희 둘은) 두기를 (바라다)

καταισχυνοίτην

(그 둘은) 두기를 (바라다)

복수 καταισχύνοιμεν

(우리는) 두기를 (바라다)

καταισχύνοιτε

(너희는) 두기를 (바라다)

καταισχύνοιεν

(그들은) 두기를 (바라다)

명령법단수 καταίσχυνε

(너는) 두어라

καταισχυνέτω

(그는) 두어라

쌍수 καταισχύνετον

(너희 둘은) 두어라

καταισχυνέτων

(그 둘은) 두어라

복수 καταισχύνετε

(너희는) 두어라

καταισχυνόντων, καταισχυνέτωσαν

(그들은) 두어라

부정사 καταισχύνειν

두는 것

분사 남성여성중성
καταισχυνων

καταισχυνοντος

καταισχυνουσα

καταισχυνουσης

καταισχυνον

καταισχυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταισχύνομαι

(나는) 둬진다

καταισχύνει, καταισχύνῃ

(너는) 둬진다

καταισχύνεται

(그는) 둬진다

쌍수 καταισχύνεσθον

(너희 둘은) 둬진다

καταισχύνεσθον

(그 둘은) 둬진다

복수 καταισχυνόμεθα

(우리는) 둬진다

καταισχύνεσθε

(너희는) 둬진다

καταισχύνονται

(그들은) 둬진다

접속법단수 καταισχύνωμαι

(나는) 둬지자

καταισχύνῃ

(너는) 둬지자

καταισχύνηται

(그는) 둬지자

쌍수 καταισχύνησθον

(너희 둘은) 둬지자

καταισχύνησθον

(그 둘은) 둬지자

복수 καταισχυνώμεθα

(우리는) 둬지자

καταισχύνησθε

(너희는) 둬지자

καταισχύνωνται

(그들은) 둬지자

기원법단수 καταισχυνοίμην

(나는) 둬지기를 (바라다)

καταισχύνοιο

(너는) 둬지기를 (바라다)

καταισχύνοιτο

(그는) 둬지기를 (바라다)

쌍수 καταισχύνοισθον

(너희 둘은) 둬지기를 (바라다)

καταισχυνοίσθην

(그 둘은) 둬지기를 (바라다)

복수 καταισχυνοίμεθα

(우리는) 둬지기를 (바라다)

καταισχύνοισθε

(너희는) 둬지기를 (바라다)

καταισχύνοιντο

(그들은) 둬지기를 (바라다)

명령법단수 καταισχύνου

(너는) 둬져라

καταισχυνέσθω

(그는) 둬져라

쌍수 καταισχύνεσθον

(너희 둘은) 둬져라

καταισχυνέσθων

(그 둘은) 둬져라

복수 καταισχύνεσθε

(너희는) 둬져라

καταισχυνέσθων, καταισχυνέσθωσαν

(그들은) 둬져라

부정사 καταισχύνεσθαι

둬지는 것

분사 남성여성중성
καταισχυνομενος

καταισχυνομενου

καταισχυνομενη

καταισχυνομενης

καταισχυνομενον

καταισχυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῇσχυνον

(나는) 두고 있었다

κατῇσχυνες

(너는) 두고 있었다

κατῇσχυνεν*

(그는) 두고 있었다

쌍수 κατῄσχυνετον

(너희 둘은) 두고 있었다

κατῃσχῦνετην

(그 둘은) 두고 있었다

복수 κατῄσχυνομεν

(우리는) 두고 있었다

κατῄσχυνετε

(너희는) 두고 있었다

κατῇσχυνον

(그들은) 두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῃσχῦνομην

(나는) 둬지고 있었다

κατῄσχυνου

(너는) 둬지고 있었다

κατῄσχυνετο

(그는) 둬지고 있었다

쌍수 κατῄσχυνεσθον

(너희 둘은) 둬지고 있었다

κατῃσχῦνεσθην

(그 둘은) 둬지고 있었다

복수 κατῃσχῦνομεθα

(우리는) 둬지고 있었다

κατῄσχυνεσθε

(너희는) 둬지고 있었다

κατῄσχυνοντο

(그들은) 둬지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι ἐξεπόρνευσεν ἡ μήτηρ αὐτῶν, κατῄσχυνεν ἡ τεκοῦσα αὐτά, ὅτι εἶπε. πορεύσομαι ὀπίσω τῶν ἐραστῶν μου τῶν διδόντων μοι τοὺσ ἄρτουσ μου καὶ τὸ ὕδωρ μου καὶ τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου, τὸ ἔλαιόν μου καὶ πάντα ὅσα μοι καθήκει. (Septuagint, Prophetia Osee 2:7)

    (70인역 성경, 호세아서 2:7)

  • πάσαισ γυναιξὶν ἀξία στυγεῖν ἔφυ ἡ Τυνδαρὶσ παῖσ, ἣ κατῄσχυνεν γένοσ. (Euripides, episode, anapests 4:44)

    (에우리피데스, episode, anapests 4:44)

  • ἀλλ’ οὐχ ὃ Λεωκράτησ πεποίηκεν, ἀλλ’ ἑκὼν τὴν ἐξ ἅπαντοσ τοῦ αἰῶνοσ συνηθροισμένην τῇ πόλει δόξαν κατῄσχυνεν. (Lycurgus, Speeches, 149:2)

    (리쿠르고스, 연설, 149:2)

  • οὐ μὴν κατῄσχυνεν οὐδὲ προήκατο τῷ πάθει τὸ φρόνημα καὶ τὸ μέγεθοσ τῆσ ψυχῆσ, ἀλλὰ καὶ φωνὴν καὶ σχῆμα καὶ μορφὴν ἐν ᾧ πρότερον εἶχεν ἤθει διαφυλάττων τά τε προστάγματα τοῖσ ἡγεμόσιν ἐδίδου καὶ περὶ τῆσ ἀσφαλείασ τῶν Τεγεατῶν ἐφρόντιζεν. (Plutarch, Cleomenes, chapter 22 2:2)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 22 2:2)

  • "ὁ δὲ μὴ δεξάμενοσ ὥσπερ σφαῖραν εὖ φερομένην κατῄσχυνεν ἀτελῆ πεσοῦσαν. (Plutarch, De genio Socratis, section 13 6:4)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 13 6:4)

유의어

  1. 두다

  2. to feel shame before

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION