헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταγιγνώσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταγιγνώσκω καταγνώσομαι

형태분석: κατα (접두사) + γιγνώσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 발견하다, 찾아내다, 배우다, 밝히다, 드러내다, 알게 되다, 폭로하다
  2. 묻다, ~와 비교하다, 안에 넣다, 나타나다, 관계되어 있다, 맞서서 빛나다
  3. 결정하다, 결정짓다, 결정되다, 정하다
  1. to remark, discover, to one's prejudice, having formed, prejudices, having observed
  2. to lay as a charge against, condemned
  3. to charge, with, he passed sentence, against, being suspected
  4. to give as judgment or sentence against, to pass sentence
  5. to decide, against, to be decided

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγιγνώσκω

(나는) 발견한다

καταγιγνώσκεις

(너는) 발견한다

καταγιγνώσκει

(그는) 발견한다

쌍수 καταγιγνώσκετον

(너희 둘은) 발견한다

καταγιγνώσκετον

(그 둘은) 발견한다

복수 καταγιγνώσκομεν

(우리는) 발견한다

καταγιγνώσκετε

(너희는) 발견한다

καταγιγνώσκουσιν*

(그들은) 발견한다

접속법단수 καταγιγνώσκω

(나는) 발견하자

καταγιγνώσκῃς

(너는) 발견하자

καταγιγνώσκῃ

(그는) 발견하자

쌍수 καταγιγνώσκητον

(너희 둘은) 발견하자

καταγιγνώσκητον

(그 둘은) 발견하자

복수 καταγιγνώσκωμεν

(우리는) 발견하자

καταγιγνώσκητε

(너희는) 발견하자

καταγιγνώσκωσιν*

(그들은) 발견하자

기원법단수 καταγιγνώσκοιμι

(나는) 발견하기를 (바라다)

καταγιγνώσκοις

(너는) 발견하기를 (바라다)

καταγιγνώσκοι

(그는) 발견하기를 (바라다)

쌍수 καταγιγνώσκοιτον

(너희 둘은) 발견하기를 (바라다)

καταγιγνωσκοίτην

(그 둘은) 발견하기를 (바라다)

복수 καταγιγνώσκοιμεν

(우리는) 발견하기를 (바라다)

καταγιγνώσκοιτε

(너희는) 발견하기를 (바라다)

καταγιγνώσκοιεν

(그들은) 발견하기를 (바라다)

명령법단수 καταγίγνωσκε

(너는) 발견해라

καταγιγνωσκέτω

(그는) 발견해라

쌍수 καταγιγνώσκετον

(너희 둘은) 발견해라

καταγιγνωσκέτων

(그 둘은) 발견해라

복수 καταγιγνώσκετε

(너희는) 발견해라

καταγιγνωσκόντων, καταγιγνωσκέτωσαν

(그들은) 발견해라

부정사 καταγιγνώσκειν

발견하는 것

분사 남성여성중성
καταγιγνωσκων

καταγιγνωσκοντος

καταγιγνωσκουσα

καταγιγνωσκουσης

καταγιγνωσκον

καταγιγνωσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγιγνώσκομαι

(나는) 발견된다

καταγιγνώσκει, καταγιγνώσκῃ

(너는) 발견된다

καταγιγνώσκεται

(그는) 발견된다

쌍수 καταγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 발견된다

καταγιγνώσκεσθον

(그 둘은) 발견된다

복수 καταγιγνωσκόμεθα

(우리는) 발견된다

καταγιγνώσκεσθε

(너희는) 발견된다

καταγιγνώσκονται

(그들은) 발견된다

접속법단수 καταγιγνώσκωμαι

(나는) 발견되자

καταγιγνώσκῃ

(너는) 발견되자

καταγιγνώσκηται

(그는) 발견되자

쌍수 καταγιγνώσκησθον

(너희 둘은) 발견되자

καταγιγνώσκησθον

(그 둘은) 발견되자

복수 καταγιγνωσκώμεθα

(우리는) 발견되자

καταγιγνώσκησθε

(너희는) 발견되자

καταγιγνώσκωνται

(그들은) 발견되자

기원법단수 καταγιγνωσκοίμην

(나는) 발견되기를 (바라다)

καταγιγνώσκοιο

(너는) 발견되기를 (바라다)

καταγιγνώσκοιτο

(그는) 발견되기를 (바라다)

쌍수 καταγιγνώσκοισθον

(너희 둘은) 발견되기를 (바라다)

καταγιγνωσκοίσθην

(그 둘은) 발견되기를 (바라다)

복수 καταγιγνωσκοίμεθα

(우리는) 발견되기를 (바라다)

καταγιγνώσκοισθε

(너희는) 발견되기를 (바라다)

καταγιγνώσκοιντο

(그들은) 발견되기를 (바라다)

명령법단수 καταγιγνώσκου

(너는) 발견되어라

καταγιγνωσκέσθω

(그는) 발견되어라

쌍수 καταγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 발견되어라

καταγιγνωσκέσθων

(그 둘은) 발견되어라

복수 καταγιγνώσκεσθε

(너희는) 발견되어라

καταγιγνωσκέσθων, καταγιγνωσκέσθωσαν

(그들은) 발견되어라

부정사 καταγιγνώσκεσθαι

발견되는 것

분사 남성여성중성
καταγιγνωσκομενος

καταγιγνωσκομενου

καταγιγνωσκομενη

καταγιγνωσκομενης

καταγιγνωσκομενον

καταγιγνωσκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγνώσομαι

(나는) 발견하겠다

καταγνώσει, καταγνώσῃ

(너는) 발견하겠다

καταγνώσεται

(그는) 발견하겠다

쌍수 καταγνώσεσθον

(너희 둘은) 발견하겠다

καταγνώσεσθον

(그 둘은) 발견하겠다

복수 καταγνωσόμεθα

(우리는) 발견하겠다

καταγνώσεσθε

(너희는) 발견하겠다

καταγνώσονται

(그들은) 발견하겠다

기원법단수 καταγνωσοίμην

(나는) 발견하겠기를 (바라다)

καταγνώσοιο

(너는) 발견하겠기를 (바라다)

καταγνώσοιτο

(그는) 발견하겠기를 (바라다)

쌍수 καταγνώσοισθον

(너희 둘은) 발견하겠기를 (바라다)

καταγνωσοίσθην

(그 둘은) 발견하겠기를 (바라다)

복수 καταγνωσοίμεθα

(우리는) 발견하겠기를 (바라다)

καταγνώσοισθε

(너희는) 발견하겠기를 (바라다)

καταγνώσοιντο

(그들은) 발견하겠기를 (바라다)

부정사 καταγνώσεσθαι

발견할 것

분사 남성여성중성
καταγνωσομενος

καταγνωσομενου

καταγνωσομενη

καταγνωσομενης

καταγνωσομενον

καταγνωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγίγνωσκον

(나는) 발견하고 있었다

κατεγίγνωσκες

(너는) 발견하고 있었다

κατεγίγνωσκεν*

(그는) 발견하고 있었다

쌍수 κατεγιγνώσκετον

(너희 둘은) 발견하고 있었다

κατεγιγνωσκέτην

(그 둘은) 발견하고 있었다

복수 κατεγιγνώσκομεν

(우리는) 발견하고 있었다

κατεγιγνώσκετε

(너희는) 발견하고 있었다

κατεγίγνωσκον

(그들은) 발견하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγιγνωσκόμην

(나는) 발견되고 있었다

κατεγιγνώσκου

(너는) 발견되고 있었다

κατεγιγνώσκετο

(그는) 발견되고 있었다

쌍수 κατεγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 발견되고 있었다

κατεγιγνωσκέσθην

(그 둘은) 발견되고 있었다

복수 κατεγιγνωσκόμεθα

(우리는) 발견되고 있었다

κατεγιγνώσκεσθε

(너희는) 발견되고 있었다

κατεγιγνώσκοντο

(그들은) 발견되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγνώσω

(너는) 발견되었다

κατεγνώσατο

(그는) 발견되었다

쌍수 κατεγνώσασθον

(너희 둘은) 발견되었다

κατεγνωσάσθην

(그 둘은) 발견되었다

복수 κατεγνωσάμεθα

(우리는) 발견되었다

κατεγνώσασθε

(너희는) 발견되었다

κατεγνώσαντο

(그들은) 발견되었다

접속법단수 καταγνώσωμαι

(나는) 발견되었자

καταγνώσῃ

(너는) 발견되었자

καταγνώσηται

(그는) 발견되었자

쌍수 καταγνώσησθον

(너희 둘은) 발견되었자

καταγνώσησθον

(그 둘은) 발견되었자

복수 καταγνωσώμεθα

(우리는) 발견되었자

καταγνώσησθε

(너희는) 발견되었자

καταγνώσωνται

(그들은) 발견되었자

명령법단수 καταγνώσαι

(너는) 발견되었어라

καταγνωσάσθω

(그는) 발견되었어라

쌍수 καταγνώσασθον

(너희 둘은) 발견되었어라

καταγνωσάσθων

(그 둘은) 발견되었어라

복수 καταγνώσασθε

(너희는) 발견되었어라

καταγνωσάσθων

(그들은) 발견되었어라

부정사 καταγνώσεσθαι

발견되었는 것

분사 남성여성중성
καταγνωσαμενος

καταγνωσαμενου

καταγνωσαμενη

καταγνωσαμενης

καταγνωσαμενον

καταγνωσαμενου

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέγνων

(나는) 발견했다

κατέγνως

(너는) 발견했다

κατέγνω

(그는) 발견했다

쌍수 κατέγνωτον

(너희 둘은) 발견했다

κατεγνώτην

(그 둘은) 발견했다

복수 κατέγνωμεν

(우리는) 발견했다

κατέγνωτε

(너희는) 발견했다

κατέγνωσαν

(그들은) 발견했다

접속법단수 καταγνῶ

(나는) 발견했자

καταγνῷς

(너는) 발견했자

καταγνῷ

(그는) 발견했자

쌍수 καταγνῶτον

(너희 둘은) 발견했자

καταγνῶτον

(그 둘은) 발견했자

복수 καταγνῶμεν

(우리는) 발견했자

καταγνῶτε

(너희는) 발견했자

καταγνῶσιν*

(그들은) 발견했자

기원법단수 καταγνοίην

(나는) 발견했기를 (바라다)

καταγνοίης

(너는) 발견했기를 (바라다)

καταγνοίη

(그는) 발견했기를 (바라다)

쌍수 καταγνοίητον

(너희 둘은) 발견했기를 (바라다)

καταγνοιήτην

(그 둘은) 발견했기를 (바라다)

복수 καταγνοίημεν

(우리는) 발견했기를 (바라다)

καταγνοίητε

(너희는) 발견했기를 (바라다)

καταγνοίησαν

(그들은) 발견했기를 (바라다)

명령법단수 καταγνώς

(너는) 발견했어라

καταγνώτω

(그는) 발견했어라

쌍수 καταγνώτον

(너희 둘은) 발견했어라

καταγνώτων

(그 둘은) 발견했어라

복수 καταγνώτε

(너희는) 발견했어라

καταγνώντων

(그들은) 발견했어라

부정사 καταγνώναι

발견했는 것

분사 남성여성중성
καταγνους

καταγνοντος

καταγνουσα

καταγνουσης

καταγνον

καταγνοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν δὲ ἐμὴν δύναμιν, ἔφη ὁ Χαρμίδησ, ἐν ποίῳ ἔργῳ καταμαθὼν ταῦτά μου καταγιγνώσκεισ; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 4:1)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 7 4:1)

유의어

  1. to lay as a charge against

  2. to give as judgment or sentence against

  3. 결정하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION