헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδικάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδικάζω καταδικάσω καταδεδίκασμαι

형태분석: κατα (접두사) + δικάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 경멸하다, 판결을 내리다, 책망하다, 비난하다, 유죄를 입증하다, 유죄를 선고하다, 유죄 판결을 내리다, 의견을 말하다, 재판하다
  1. to give judgment against, pass sentence upon, condemn, to pass sentence, to condemn, to get sentence given against, condemned, that judgment had been given
  2. to declare by express judgment

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδικάζω

(나는) 경멸한다

καταδικάζεις

(너는) 경멸한다

καταδικάζει

(그는) 경멸한다

쌍수 καταδικάζετον

(너희 둘은) 경멸한다

καταδικάζετον

(그 둘은) 경멸한다

복수 καταδικάζομεν

(우리는) 경멸한다

καταδικάζετε

(너희는) 경멸한다

καταδικάζουσιν*

(그들은) 경멸한다

접속법단수 καταδικάζω

(나는) 경멸하자

καταδικάζῃς

(너는) 경멸하자

καταδικάζῃ

(그는) 경멸하자

쌍수 καταδικάζητον

(너희 둘은) 경멸하자

καταδικάζητον

(그 둘은) 경멸하자

복수 καταδικάζωμεν

(우리는) 경멸하자

καταδικάζητε

(너희는) 경멸하자

καταδικάζωσιν*

(그들은) 경멸하자

기원법단수 καταδικάζοιμι

(나는) 경멸하기를 (바라다)

καταδικάζοις

(너는) 경멸하기를 (바라다)

καταδικάζοι

(그는) 경멸하기를 (바라다)

쌍수 καταδικάζοιτον

(너희 둘은) 경멸하기를 (바라다)

καταδικαζοίτην

(그 둘은) 경멸하기를 (바라다)

복수 καταδικάζοιμεν

(우리는) 경멸하기를 (바라다)

καταδικάζοιτε

(너희는) 경멸하기를 (바라다)

καταδικάζοιεν

(그들은) 경멸하기를 (바라다)

명령법단수 καταδίκαζε

(너는) 경멸해라

καταδικαζέτω

(그는) 경멸해라

쌍수 καταδικάζετον

(너희 둘은) 경멸해라

καταδικαζέτων

(그 둘은) 경멸해라

복수 καταδικάζετε

(너희는) 경멸해라

καταδικαζόντων, καταδικαζέτωσαν

(그들은) 경멸해라

부정사 καταδικάζειν

경멸하는 것

분사 남성여성중성
καταδικαζων

καταδικαζοντος

καταδικαζουσα

καταδικαζουσης

καταδικαζον

καταδικαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδικάζομαι

(나는) 경멸당한다

καταδικάζει, καταδικάζῃ

(너는) 경멸당한다

καταδικάζεται

(그는) 경멸당한다

쌍수 καταδικάζεσθον

(너희 둘은) 경멸당한다

καταδικάζεσθον

(그 둘은) 경멸당한다

복수 καταδικαζόμεθα

(우리는) 경멸당한다

καταδικάζεσθε

(너희는) 경멸당한다

καταδικάζονται

(그들은) 경멸당한다

접속법단수 καταδικάζωμαι

(나는) 경멸당하자

καταδικάζῃ

(너는) 경멸당하자

καταδικάζηται

(그는) 경멸당하자

쌍수 καταδικάζησθον

(너희 둘은) 경멸당하자

καταδικάζησθον

(그 둘은) 경멸당하자

복수 καταδικαζώμεθα

(우리는) 경멸당하자

καταδικάζησθε

(너희는) 경멸당하자

καταδικάζωνται

(그들은) 경멸당하자

기원법단수 καταδικαζοίμην

(나는) 경멸당하기를 (바라다)

καταδικάζοιο

(너는) 경멸당하기를 (바라다)

καταδικάζοιτο

(그는) 경멸당하기를 (바라다)

쌍수 καταδικάζοισθον

(너희 둘은) 경멸당하기를 (바라다)

καταδικαζοίσθην

(그 둘은) 경멸당하기를 (바라다)

복수 καταδικαζοίμεθα

(우리는) 경멸당하기를 (바라다)

καταδικάζοισθε

(너희는) 경멸당하기를 (바라다)

καταδικάζοιντο

(그들은) 경멸당하기를 (바라다)

명령법단수 καταδικάζου

(너는) 경멸당해라

καταδικαζέσθω

(그는) 경멸당해라

쌍수 καταδικάζεσθον

(너희 둘은) 경멸당해라

καταδικαζέσθων

(그 둘은) 경멸당해라

복수 καταδικάζεσθε

(너희는) 경멸당해라

καταδικαζέσθων, καταδικαζέσθωσαν

(그들은) 경멸당해라

부정사 καταδικάζεσθαι

경멸당하는 것

분사 남성여성중성
καταδικαζομενος

καταδικαζομενου

καταδικαζομενη

καταδικαζομενης

καταδικαζομενον

καταδικαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδικάσω

(나는) 경멸하겠다

καταδικάσεις

(너는) 경멸하겠다

καταδικάσει

(그는) 경멸하겠다

쌍수 καταδικάσετον

(너희 둘은) 경멸하겠다

καταδικάσετον

(그 둘은) 경멸하겠다

복수 καταδικάσομεν

(우리는) 경멸하겠다

καταδικάσετε

(너희는) 경멸하겠다

καταδικάσουσιν*

(그들은) 경멸하겠다

기원법단수 καταδικάσοιμι

(나는) 경멸하겠기를 (바라다)

καταδικάσοις

(너는) 경멸하겠기를 (바라다)

καταδικάσοι

(그는) 경멸하겠기를 (바라다)

쌍수 καταδικάσοιτον

(너희 둘은) 경멸하겠기를 (바라다)

καταδικασοίτην

(그 둘은) 경멸하겠기를 (바라다)

복수 καταδικάσοιμεν

(우리는) 경멸하겠기를 (바라다)

καταδικάσοιτε

(너희는) 경멸하겠기를 (바라다)

καταδικάσοιεν

(그들은) 경멸하겠기를 (바라다)

부정사 καταδικάσειν

경멸할 것

분사 남성여성중성
καταδικασων

καταδικασοντος

καταδικασουσα

καταδικασουσης

καταδικασον

καταδικασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδικάσομαι

(나는) 경멸당하겠다

καταδικάσει, καταδικάσῃ

(너는) 경멸당하겠다

καταδικάσεται

(그는) 경멸당하겠다

쌍수 καταδικάσεσθον

(너희 둘은) 경멸당하겠다

καταδικάσεσθον

(그 둘은) 경멸당하겠다

복수 καταδικασόμεθα

(우리는) 경멸당하겠다

καταδικάσεσθε

(너희는) 경멸당하겠다

καταδικάσονται

(그들은) 경멸당하겠다

기원법단수 καταδικασοίμην

(나는) 경멸당하겠기를 (바라다)

καταδικάσοιο

(너는) 경멸당하겠기를 (바라다)

καταδικάσοιτο

(그는) 경멸당하겠기를 (바라다)

쌍수 καταδικάσοισθον

(너희 둘은) 경멸당하겠기를 (바라다)

καταδικασοίσθην

(그 둘은) 경멸당하겠기를 (바라다)

복수 καταδικασοίμεθα

(우리는) 경멸당하겠기를 (바라다)

καταδικάσοισθε

(너희는) 경멸당하겠기를 (바라다)

καταδικάσοιντο

(그들은) 경멸당하겠기를 (바라다)

부정사 καταδικάσεσθαι

경멸당할 것

분사 남성여성중성
καταδικασομενος

καταδικασομενου

καταδικασομενη

καταδικασομενης

καταδικασομενον

καταδικασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδίκαζον

(나는) 경멸하고 있었다

κατεδίκαζες

(너는) 경멸하고 있었다

κατεδίκαζεν*

(그는) 경멸하고 있었다

쌍수 κατεδικάζετον

(너희 둘은) 경멸하고 있었다

κατεδικαζέτην

(그 둘은) 경멸하고 있었다

복수 κατεδικάζομεν

(우리는) 경멸하고 있었다

κατεδικάζετε

(너희는) 경멸하고 있었다

κατεδίκαζον

(그들은) 경멸하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδικαζόμην

(나는) 경멸당하고 있었다

κατεδικάζου

(너는) 경멸당하고 있었다

κατεδικάζετο

(그는) 경멸당하고 있었다

쌍수 κατεδικάζεσθον

(너희 둘은) 경멸당하고 있었다

κατεδικαζέσθην

(그 둘은) 경멸당하고 있었다

복수 κατεδικαζόμεθα

(우리는) 경멸당하고 있었다

κατεδικάζεσθε

(너희는) 경멸당하고 있었다

κατεδικάζοντο

(그들은) 경멸당하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • [τί πρὸσ] αὐτὸν τ[αύτασ] διενεχ[θῆναι ἔδει], ὃν φιλο[φρονέστερον] δὴ τῆσ [δεσποίνησ] προσφε[ρομένησ αὐ]τῷ τίσιν οὖν τεκμ[η]ρίοισ χρησάμε[νοσ] τούτουσ κελεύ[ει] καταδικάζειν; (Hyperides, Speeches, 1:10)

    (히페레이데스, Speeches, 1:10)

  • πολλοῖσ δὲ καὶ προδοσίασ δίκασ ἐπῆγεν ὡσ τοῖσ φυγάσι περὶ καθόδου συνεργοῦσιν ὧν οἱ μὲν διὰ τὸν φόβον πρὸ τῆσ κρίσεωσ ἔφευγον, οἱ δ’ ἐν τοῖσ δικαστηρίοισ κατεδικάζοντο, αὐτοῦ τὰσ ψήφουσ φέροντοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 52 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 52 3:1)

  • τὰσ δὲ κρίσεισ ἐν τοῖσ δικαστηρίοισ οὐ διὰ ψηφοφορίασ ᾤετο γίγνεσθαι δεῖν, ἀλλὰ φέρειν ἕκαστον πινάκιον, ἐν ᾧ γράφειν, εἰ καταδικάζοι ἁπλῶσ, τὴν δίκην, εἰ δ’ ἀπολύοι ἁπλῶσ, κενόν, εἰ δὲ τὸ μὲν τὸ δὲ μή, τοῦτο διορίζειν. (Aristotle, Politics, Book 2 168:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 2 168:1)

  • Νόμοι Κλοπῆσ, Κακώσεωσ Γονέων, Ἀστρατείασ ὅ τι ἄν τισ ἀπολέσῃ, ἐὰν μὲν αὐτὸ λάβῃ, τὴν διπλασίαν καταδικάζειν, ἐὰν δὲ μή, τὴν διπλασίαν πρὸσ τοῖσ ἐπαιτίοισ. (Demosthenes, Speeches 21-30, 158:1)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 158:1)

  • ὃν γὰρ ἂν ἀπολύσῃ τήμερον, αὔριον καταδικάζει. (Dio, Chrysostom, Orationes, 32:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 32:3)

  • ἐγὼ μὲν οὖν καὶ γὰρ ἀκούω Δέξιππον λέγειν πρὸσ Κλέανδρον ὡσ οὐκ ἂν ἐποίησεν Ἀγασίασ ταῦτα, εἰ μὴ ἐγὼ αὐτὸν ἐκέλευσα, ἐγὼ μὲν οὖν ἀπολύω καὶ ὑμᾶσ τῆσ αἰτίασ καὶ Ἀγασίαν, ἂν αὐτὸσ Ἀγασίασ φήσῃ ἐμέ τι τούτων αἴτιον εἶναι, καὶ καταδικάζω ἐμαυτοῦ, εἰ ἐγὼ πετροβολίασ ἢ ἄλλου τινὸσ βιαίου ἐξάρχω, τῆσ ἐσχάτησ δίκησ ἄξιοσ εἶναι, καὶ ὑφέξω τὴν δίκην. (Xenophon, Anabasis, , chapter 6 16:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 6 16:1)

유의어

  1. 경멸하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION