συνδικάζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνδικάζω
συνδικάσω
형태분석:
συν
(접두사)
+
δικάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to be assessor to a judge
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλ’ ἡμῖν, ὦ Ἀλήθεια, ἐν δέοντι συνδικάζοισ ἂν καὶ καταμηνύοισ ἕκαστα. (Lucian, Piscator, (no name) 17:3)
(루키아노스, Piscator, (no name) 17:3)
- οἱ δὲ βουλόμενοι αὐτὸν ἀπολέσαι, δεδιότεσ μὴ οὐκ ἀποκτείνωσιν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, πείθουσι Νικόμαχον νόμον ἀποδεῖξαι ὡσ χρὴ καὶ τὴν βουλὴν συνδικάζειν. (Lysias, Speeches, 13:3)
(리시아스, Speeches, 13:3)
- ἐὰν οὖν πρὸσ ταῦτα ἀπολογῆται, τοσοῦτον μέμνησθε, ὅτι ἐν τοιούτῳ καιρῷ τὸν νόμον ἀπέδειξεν ἐν ᾧ ἡ πολιτεία μεθίστατο, καὶ τούτοισ χαριζόμενοσ οἳ τὸν δῆμον κατέλυσαν, καὶ ταύτην τὴν βουλὴν συνδικάζειν ἐποίησεν ἐν ᾗ Σάτυροσ μὲν καὶ Χρέμων μέγιστον ἐδύναντο, Στρομβιχίδησ δὲ καὶ Καλλιάδησ καὶ ἕτεροι πολλοὶ καὶ καλοὶ κἀγαθοὶ τῶν πολιτῶν ἀπώλλυντο. (Lysias, Speeches, 17:1)
(리시아스, Speeches, 17:1)
- "οὔτε γὰρ τὸ συμπλεῖν οὔτε τὸ συνοικεῖν οὔτε τὸ συνδικάζειν, μεθ’ ὧν οὐ βούλεταί τισ, οὕτωσ ἀηδέσ, ὡσ τὸ συνδειπνεῖν, καὶ τοὐναντίον ἡδύ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 13:11)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 7, 13:11)
- ἀφικομένων δ’ εἰσ τὸν ὁρισθέντα χρόνον ἐκ τῆσ πόλεωσ τῶν ἀπολογησομένων τὴν δίκην καὶ ἀπὸ τῆσ βουλῆσ τῶν πρεσβυτάτων, καθίσασ ἐπὶ τοῦ βήματοσ ὁ βασιλεὺσ μετὰ τῶν φίλων καὶ τὸν υἱὸν συνδικάζειν κελεύσασ ἀπέδωκεν αὐτοῖσ λόγον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 32 6:3)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 32 6:3)
유의어
-
to be assessor to a judge
파생어
- διαδικάζω (결정하다, 결정짓다, 정하다)
- δικάζω (판단하다, 판결을 내리다, 재판하다)
- ἐκδικάζω (마무르다, 잡다, 결말짓다)
- ἐπιδικάζω (to adjudge property to, having had, adjudged to one)
- καταδικάζω (경멸하다, 판결을 내리다, 책망하다)