헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγιγνώσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγιγνώσκω συγγνώσομαι συνέγνων συνέγνωκα

형태분석: συγ (접두사) + γιγνώσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 동의하다, 일치하다, 합의하다, 조화를 이루다, 찬성하다, 맞다
  2. 허락하다, 허용하다, 인정하다, 가지다, 소유하다, 용인하다
  3. 용서하다, 면제하다, 정당화하다, 탕감하다, 면책하다, 변명하다
  1. to think with, agree with, shared, to consent, agree
  2. to be conscious
  3. to allow, acknowledge, own, confess, to confess one's error
  4. to have a fellow-feeling with, to make allowance for, excuse, pardon, forgive

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγιγνώσκω

(나는) 동의한다

συγγιγνώσκεις

(너는) 동의한다

συγγιγνώσκει

(그는) 동의한다

쌍수 συγγιγνώσκετον

(너희 둘은) 동의한다

συγγιγνώσκετον

(그 둘은) 동의한다

복수 συγγιγνώσκομεν

(우리는) 동의한다

συγγιγνώσκετε

(너희는) 동의한다

συγγιγνώσκουσιν*

(그들은) 동의한다

접속법단수 συγγιγνώσκω

(나는) 동의하자

συγγιγνώσκῃς

(너는) 동의하자

συγγιγνώσκῃ

(그는) 동의하자

쌍수 συγγιγνώσκητον

(너희 둘은) 동의하자

συγγιγνώσκητον

(그 둘은) 동의하자

복수 συγγιγνώσκωμεν

(우리는) 동의하자

συγγιγνώσκητε

(너희는) 동의하자

συγγιγνώσκωσιν*

(그들은) 동의하자

기원법단수 συγγιγνώσκοιμι

(나는) 동의하기를 (바라다)

συγγιγνώσκοις

(너는) 동의하기를 (바라다)

συγγιγνώσκοι

(그는) 동의하기를 (바라다)

쌍수 συγγιγνώσκοιτον

(너희 둘은) 동의하기를 (바라다)

συγγιγνωσκοίτην

(그 둘은) 동의하기를 (바라다)

복수 συγγιγνώσκοιμεν

(우리는) 동의하기를 (바라다)

συγγιγνώσκοιτε

(너희는) 동의하기를 (바라다)

συγγιγνώσκοιεν

(그들은) 동의하기를 (바라다)

명령법단수 συγγίγνωσκε

(너는) 동의해라

συγγιγνωσκέτω

(그는) 동의해라

쌍수 συγγιγνώσκετον

(너희 둘은) 동의해라

συγγιγνωσκέτων

(그 둘은) 동의해라

복수 συγγιγνώσκετε

(너희는) 동의해라

συγγιγνωσκόντων, συγγιγνωσκέτωσαν

(그들은) 동의해라

부정사 συγγιγνώσκειν

동의하는 것

분사 남성여성중성
συγγιγνωσκων

συγγιγνωσκοντος

συγγιγνωσκουσα

συγγιγνωσκουσης

συγγιγνωσκον

συγγιγνωσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγιγνώσκομαι

(나는) 동의된다

συγγιγνώσκει, συγγιγνώσκῃ

(너는) 동의된다

συγγιγνώσκεται

(그는) 동의된다

쌍수 συγγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 동의된다

συγγιγνώσκεσθον

(그 둘은) 동의된다

복수 συγγιγνωσκόμεθα

(우리는) 동의된다

συγγιγνώσκεσθε

(너희는) 동의된다

συγγιγνώσκονται

(그들은) 동의된다

접속법단수 συγγιγνώσκωμαι

(나는) 동의되자

συγγιγνώσκῃ

(너는) 동의되자

συγγιγνώσκηται

(그는) 동의되자

쌍수 συγγιγνώσκησθον

(너희 둘은) 동의되자

συγγιγνώσκησθον

(그 둘은) 동의되자

복수 συγγιγνωσκώμεθα

(우리는) 동의되자

συγγιγνώσκησθε

(너희는) 동의되자

συγγιγνώσκωνται

(그들은) 동의되자

기원법단수 συγγιγνωσκοίμην

(나는) 동의되기를 (바라다)

συγγιγνώσκοιο

(너는) 동의되기를 (바라다)

συγγιγνώσκοιτο

(그는) 동의되기를 (바라다)

쌍수 συγγιγνώσκοισθον

(너희 둘은) 동의되기를 (바라다)

συγγιγνωσκοίσθην

(그 둘은) 동의되기를 (바라다)

복수 συγγιγνωσκοίμεθα

(우리는) 동의되기를 (바라다)

συγγιγνώσκοισθε

(너희는) 동의되기를 (바라다)

συγγιγνώσκοιντο

(그들은) 동의되기를 (바라다)

명령법단수 συγγιγνώσκου

(너는) 동의되어라

συγγιγνωσκέσθω

(그는) 동의되어라

쌍수 συγγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 동의되어라

συγγιγνωσκέσθων

(그 둘은) 동의되어라

복수 συγγιγνώσκεσθε

(너희는) 동의되어라

συγγιγνωσκέσθων, συγγιγνωσκέσθωσαν

(그들은) 동의되어라

부정사 συγγιγνώσκεσθαι

동의되는 것

분사 남성여성중성
συγγιγνωσκομενος

συγγιγνωσκομενου

συγγιγνωσκομενη

συγγιγνωσκομενης

συγγιγνωσκομενον

συγγιγνωσκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγνώσομαι

(나는) 동의하겠다

συγγνώσει, συγγνώσῃ

(너는) 동의하겠다

συγγνώσεται

(그는) 동의하겠다

쌍수 συγγνώσεσθον

(너희 둘은) 동의하겠다

συγγνώσεσθον

(그 둘은) 동의하겠다

복수 συγγνωσόμεθα

(우리는) 동의하겠다

συγγνώσεσθε

(너희는) 동의하겠다

συγγνώσονται

(그들은) 동의하겠다

기원법단수 συγγνωσοίμην

(나는) 동의하겠기를 (바라다)

συγγνώσοιο

(너는) 동의하겠기를 (바라다)

συγγνώσοιτο

(그는) 동의하겠기를 (바라다)

쌍수 συγγνώσοισθον

(너희 둘은) 동의하겠기를 (바라다)

συγγνωσοίσθην

(그 둘은) 동의하겠기를 (바라다)

복수 συγγνωσοίμεθα

(우리는) 동의하겠기를 (바라다)

συγγνώσοισθε

(너희는) 동의하겠기를 (바라다)

συγγνώσοιντο

(그들은) 동의하겠기를 (바라다)

부정사 συγγνώσεσθαι

동의할 것

분사 남성여성중성
συγγνωσομενος

συγγνωσομενου

συγγνωσομενη

συγγνωσομενης

συγγνωσομενον

συγγνωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεγίγνωσκον

(나는) 동의하고 있었다

συνεγίγνωσκες

(너는) 동의하고 있었다

συνεγίγνωσκεν*

(그는) 동의하고 있었다

쌍수 συνεγιγνώσκετον

(너희 둘은) 동의하고 있었다

συνεγιγνωσκέτην

(그 둘은) 동의하고 있었다

복수 συνεγιγνώσκομεν

(우리는) 동의하고 있었다

συνεγιγνώσκετε

(너희는) 동의하고 있었다

συνεγίγνωσκον

(그들은) 동의하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεγιγνωσκόμην

(나는) 동의되고 있었다

συνεγιγνώσκου

(너는) 동의되고 있었다

συνεγιγνώσκετο

(그는) 동의되고 있었다

쌍수 συνεγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 동의되고 있었다

συνεγιγνωσκέσθην

(그 둘은) 동의되고 있었다

복수 συνεγιγνωσκόμεθα

(우리는) 동의되고 있었다

συνεγιγνώσκεσθε

(너희는) 동의되고 있었다

συνεγιγνώσκοντο

(그들은) 동의되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέγνων

(나는) 동의했다

συνέγνως

(너는) 동의했다

συνέγνω

(그는) 동의했다

쌍수 συνέγνωτον

(너희 둘은) 동의했다

συνεγνώτην

(그 둘은) 동의했다

복수 συνέγνωμεν

(우리는) 동의했다

συνέγνωτε

(너희는) 동의했다

συνέγνωσαν

(그들은) 동의했다

접속법단수 συγγνῶ

(나는) 동의했자

συγγνῷς

(너는) 동의했자

συγγνῷ

(그는) 동의했자

쌍수 συγγνῶτον

(너희 둘은) 동의했자

συγγνῶτον

(그 둘은) 동의했자

복수 συγγνῶμεν

(우리는) 동의했자

συγγνῶτε

(너희는) 동의했자

συγγνῶσιν*

(그들은) 동의했자

기원법단수 συγγνοίην

(나는) 동의했기를 (바라다)

συγγνοίης

(너는) 동의했기를 (바라다)

συγγνοίη

(그는) 동의했기를 (바라다)

쌍수 συγγνοίητον

(너희 둘은) 동의했기를 (바라다)

συγγνοιήτην

(그 둘은) 동의했기를 (바라다)

복수 συγγνοίημεν

(우리는) 동의했기를 (바라다)

συγγνοίητε

(너희는) 동의했기를 (바라다)

συγγνοίησαν

(그들은) 동의했기를 (바라다)

명령법단수 συγγνώς

(너는) 동의했어라

συγγνώτω

(그는) 동의했어라

쌍수 συγγνώτον

(너희 둘은) 동의했어라

συγγνώτων

(그 둘은) 동의했어라

복수 συγγνώτε

(너희는) 동의했어라

συγγνώντων

(그들은) 동의했어라

부정사 συγγνώναι

동의했는 것

분사 남성여성중성
συγγνους

συγγνοντος

συγγνουσα

συγγνουσης

συγγνον

συγγνοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεγνόμην

(나는) 동의되었다

συνεγνοῦ

(너는) 동의되었다

συνέγνοτο

(그는) 동의되었다

쌍수 συνέγνοσθον

(너희 둘은) 동의되었다

συνεγνόσθην

(그 둘은) 동의되었다

복수 συνεγνόμεθα

(우리는) 동의되었다

συνέγνοσθε

(너희는) 동의되었다

συνέγνοντο

(그들은) 동의되었다

접속법단수 συγγνῶμαι

(나는) 동의되었자

συγγνῷ

(너는) 동의되었자

συγγνῶται

(그는) 동의되었자

쌍수 συγγνῶσθον

(너희 둘은) 동의되었자

συγγνῶσθον

(그 둘은) 동의되었자

복수 συγγνώμεθα

(우리는) 동의되었자

συγγνῶσθε

(너희는) 동의되었자

συγγνῶνται

(그들은) 동의되었자

기원법단수 συγγνοίμην

(나는) 동의되었기를 (바라다)

συγγνοῖο

(너는) 동의되었기를 (바라다)

συγγνοῖτο

(그는) 동의되었기를 (바라다)

쌍수 συγγνοῖσθον

(너희 둘은) 동의되었기를 (바라다)

συγγνοίσθην

(그 둘은) 동의되었기를 (바라다)

복수 συγγνοίμεθα

(우리는) 동의되었기를 (바라다)

συγγνοῖσθε

(너희는) 동의되었기를 (바라다)

συγγνοῖντο

(그들은) 동의되었기를 (바라다)

명령법단수 συγγνοῦ

(너는) 동의되었어라

συγγνόσθω

(그는) 동의되었어라

쌍수 συγγνόσθον

(너희 둘은) 동의되었어라

συγγνόσθων

(그 둘은) 동의되었어라

복수 συγγνόσθε

(너희는) 동의되었어라

συγγνόσθων

(그들은) 동의되었어라

부정사 συγγνοῦσθαι

동의되었는 것

분사 남성여성중성
συγγνομενος

συγγνομενου

συγγνομενη

συγγνομενης

συγγνομενον

συγγνομενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μή, πρόσ σε γονάτων, τὴν νόσον τὴν τῶν θεῶν προσθεὶσ ἐμοὶ κτάνῃσ με, συγγίγνωσκε δέ. (Euripides, The Trojan Women, episode 4:5)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode 4:5)

  • οἷσ συγγιγνώσκειν ἄξιον· (Flavius Josephus, Contra Apionem, 241:2)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 241:2)

  • ὥσπερ οὖν ἄν, εἰ τῷ ὄντι ξένοσ ἐτύγχανον ὤν, συνεγιγνώσκετε δήπου ἄν μοι εἰ ἐν ἐκείνῃ τῇ φωνῇ τε καὶ τῷ τρόπῳ ἔλεγον ἐν οἷσπερ ἐτεθράμμην, καὶ δὴ καὶ νῦν τοῦτο ὑμῶν δέομαι δίκαιον, ὥσ γέ μοι δοκῶ, τὸν μὲν τρόπον τῆσ λέξεωσ ἐᾶν ‐ ἴσωσ μὲν γὰρ χείρων, ἴσωσ δὲ βελτίων ἂν εἰή ‐ αὐτὸ δὲ τοῦτο σκοπεῖν καὶ τούτῳ τὸν νοῦν προσέχειν, εἰ δίκαια λέγω ἢ μή· (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 7:4)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 7:4)

  • ἐκ δὴ τοῦ παραχρῆμα νῦν λεγόμενα, τὸ πρέπον ἂν μὴ δυνώμεθα πάντωσ ἀποδιδόναι, συγγιγνώσκειν χρεών· (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 9:3)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 9:3)

  • "ὦ Φαῖδρέ τε καὶ Σώκρατεσ, οὐ χρὴ χαλεπαίνειν ἀλλὰ συγγιγνώσκειν, εἴ τινεσ μὴ ἐπιστάμενοι διαλέγεσθαι ἀδύνατοι ἐγένοντο ὁρίσασθαι τί ποτ’ ἔστιν ῥητορική, ἐκ δὲ τούτου τοῦ πάθουσ τὰ πρὸ τῆσ τέχνησ ἀναγκαῖα μαθήματα ἔχοντεσ ῥητορικὴν ᾠήθησαν ηὑρηκέναι, καὶ ταῦτα δὴ διδάσκοντεσ ἄλλουσ ἡγοῦνταί σφισιν τελέωσ ῥητορικὴν δεδιδάχθαι, τὸ δὲ ἕκαστα τούτων πιθανῶσ λέγειν τε καὶ τὸ ὅλον συνίστασθαι, οὐδὲν ἔργον <ὄν>, αὐτοὺσ δεῖν παρ’ ἑαυτῶν τοὺσ μαθητὰσ σφῶν πορίζεσθαι ἐν τοῖσ λόγοισ" . (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 279:1)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 279:1)

  • συγγιγνώσκω αὐτῷ. (Epictetus, Works, book 1, 64:3)

    (에픽테토스, Works, book 1, 64:3)

유의어

  1. 동의하다

  2. to be conscious

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION