헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφθορά

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφθορά

형태분석: καταφθορ (어간) + ᾱ (어미)

어원: katafqei/rw

  1. 죽음, 파괴, 사망
  2. 혼란, 혼돈
  1. destruction, death
  2. confusion

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καταφθορά

죽음이

καταφθορᾱ́

죽음들이

καταφθοραί

죽음들이

속격 καταφθορᾶς

죽음의

καταφθοραῖν

죽음들의

καταφθορῶν

죽음들의

여격 καταφθορᾷ

죽음에게

καταφθοραῖν

죽음들에게

καταφθοραῖς

죽음들에게

대격 καταφθορᾱ́ν

죽음을

καταφθορᾱ́

죽음들을

καταφθορᾱ́ς

죽음들을

호격 καταφθορᾱ́

죽음아

καταφθορᾱ́

죽음들아

καταφθοραί

죽음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπέπληξε δὲ καὶ Ἅγνωνι γράψαντι πρὸσ αὐτόν ὅτι Κρωβύλον εὐδοκιμοῦντα ἐν Κορίνθῳ βούλεται πριάμενοσ ἀγαγεῖν πρὸσ αὐτόν, πυνθανόμενοσ δὲ μισθοφόρων τινῶν γύναια διεφθαρκέναι Δάμωνα καὶ Τιμόθεον Μακεδόνασ τῶν ὑπὸ Παρμενίωνι στρατευομένων, ἔγραψε Παρμενίωνι κελεύων, ἐὰν ἐλεγχθῶσιν, ὡσ θηρία ἐπὶ καταφθορᾷ τῶν ἀνθρώπων γεγονότα τιμωρησάμενον ἀποκτεῖναι. (Plutarch, Alexander, chapter 22 2:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 22 2:1)

  • πάρεστι δ’ ὠδὶσ καὶ φρενῶν καταφθορά. (Aeschylus, Libation Bearers, episode 10:3)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, episode 10:3)

  • οὔτε γὰρ διακομίζειν εἰσ τοσαύτασ μυριάδασ διὰ τοιούτων τόπων δαψιλῆ τὰ πρὸσ τὴν τροφὴν οἱοῖ́ τ’ ἦσαν, ἅ τε καὶ παρεκόμιζον, ἅμα τῇ τῶν ὑποζυγίων καταφθορᾷ καὶ τούτων τὰ πλεῖστα συναπώλλυτο. (Polybius, Histories, book 3, chapter 60 4:2)

    (폴리비오스, Histories, book 3, chapter 60 4:2)

  • ὃσ παραυτίκα τὴν ἀρχὴν παραλαβὼν καὶ τοὺσ Αἰτωλοὺσ ἁθροίσασ μετὰ τῶν ὅπλων, ἐνέβαλεν εἰσ τοὺσ ἄνω τόπουσ τῆσ Ἠπείρου καὶ τὴν χώραν ἐδῄου, θυμικώτερον χρώμενοσ τῇ καταφθορᾷ· (Polybius, Histories, book 4, chapter 67 1:3)

    (폴리비오스, Histories, book 4, chapter 67 1:3)

  • τῶν μὲν φονευόντων τοὺσ ἐντυγχάνοντασ, τῶν δὲ τὰσ οἰκήσεισ ἐμπιπρώντων, ἄλλων δὲ πρὸσ τὰσ ἁρπαγὰσ καὶ τὰσ ὠφελείασ ὡρμηκότων, ἐγίνετο παντελὴσ ἡ τῆσ πόλεωσ καταφθορὰ καὶ διαρπαγή. (Polybius, Histories, book 7, chapter 18 9:1)

    (폴리비오스, Histories, book 7, chapter 18 9:1)

유의어

  1. 죽음

  2. 혼란

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION