헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κακός κακή κακόν

형태분석: κακ (어간) + ος (어미)

  1. 나쁜, 쓸모없는, 그른, 가치 없는
  2. 못생긴, 추악한
  3. 불행한, 비참한, 가련한
  4. 악한, 비열한, 사악한
  1. As a measure of quality: bad, worthless, useless
  2. As a measure of appearance: ugly, hideous
  3. Of circumstances: injurious, wretched, unhappy
  4. As a measure of character: low, mean, vile, evil

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κακός

나쁜 (이)가

κακή

나쁜 (이)가

κακόν

나쁜 (것)가

속격 κακοῦ

나쁜 (이)의

κακῆς

나쁜 (이)의

κακοῦ

나쁜 (것)의

여격 κακῷ

나쁜 (이)에게

κακῇ

나쁜 (이)에게

κακῷ

나쁜 (것)에게

대격 κακόν

나쁜 (이)를

κακήν

나쁜 (이)를

κακόν

나쁜 (것)를

호격 κακέ

나쁜 (이)야

κακή

나쁜 (이)야

κακόν

나쁜 (것)야

쌍수주/대/호 κακώ

나쁜 (이)들이

κακᾱ́

나쁜 (이)들이

κακώ

나쁜 (것)들이

속/여 κακοῖν

나쁜 (이)들의

κακαῖν

나쁜 (이)들의

κακοῖν

나쁜 (것)들의

복수주격 κακοί

나쁜 (이)들이

κακαί

나쁜 (이)들이

κακά

나쁜 (것)들이

속격 κακῶν

나쁜 (이)들의

κακῶν

나쁜 (이)들의

κακῶν

나쁜 (것)들의

여격 κακοῖς

나쁜 (이)들에게

κακαῖς

나쁜 (이)들에게

κακοῖς

나쁜 (것)들에게

대격 κακούς

나쁜 (이)들을

κακᾱ́ς

나쁜 (이)들을

κακά

나쁜 (것)들을

호격 κακοί

나쁜 (이)들아

κακαί

나쁜 (이)들아

κακά

나쁜 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 κακός

κακοῦ

나쁜 (이)의

κακίων

κακιονός

더 나쁜 (이)의

κακίστος

κακιστοῦ

가장 나쁜 (이)의

부사 κακώς

κακίον

κακίστα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ῥήτορι δέ τινι κάκιστα μελετήσαντι συνεβούλευεν ἀσκεῖν καὶ γυμνάζεσθαι· (Lucian, (no name) 36:1)

    (루키아노스, (no name) 36:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἤδη πολλοὶ τῶν νοῦν ἐχόντων ὥσπερ ἐκ μέθησ βαθείασ ἀναφέροντεσ συνίσταντο ἐπ’ αὐτόν, καὶ μάλιστα ὅσοι Ἐπικούρου ἑταῖροι ἦσαν καὶ ἐν ταῖσ πόλεσιν ἐπεφώρατο ἠρέμα ἡ πᾶσα μαγγανεία καὶ συσκευὴ τοῦ δράματοσ, ἐκφέρει φόβητρόν τι ἐπ’ αὐτούσ, λέγων ἀθέων ἐμπεπλῆσθαι καὶ Χριστιανῶν τὸν Πόντον, οἳ περὶ αὐτοῦ τολμῶσι τὰ κάκιστα βλασφημεῖν οὓσ ἐκέλευε λίθοισ ἐλαύνειν, εἴ γε θέλουσιν ἵλεω ἔχειν τὸν θεόν. (Lucian, Alexander, (no name) 25:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 25:1)

  • Οὔκουν ἱκανὴν ἤδη τὴν δίκην ἐκτέτικα τοσοῦτον χρόνον τῷ Καυκάσῳ προσηλωμένοσ τὸν κάκιστα ὀρνέων ἀπολούμενον αἰετὸν τρέφων τῷ ἥπατι; (Lucian, Dialogi deorum, 1:5)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:5)

  • Δισκεύειν ἐμάνθανε κἀγὼ συνεδίσκευον αὐτῷ, ὁ δὲ κάκιστα ἀνέμων ἀπολούμενοσ ὁ Ζέφυροσ ἤρα μὲν ἐκ πολλοῦ καὶ αὐτόσ, ἀμελούμενοσ δὲ καὶ μὴ φέρων τὴν ὑπεροψίαν, ἐγὼ μὲν ἀνέρριψα, ὥσπερ εἰώθειμεν, τὸν δίσκον ἐσ τὸ ἄνω, ὁ δὲ ἀπὸ τοῦ Ταϋγέτου καταπνεύσασ ἐπὶ κεφαλὴν τῷ παιδὶ ἐνέσεισε φέρων αὐτόν, ὥστε ἀπὸ τῆσ πληγῆσ αἷμά τε ῥυῆναι πολὺ καὶ τὸν παῖδα εὐθέωσ ἀποθανεῖν. (Lucian, Dialogi deorum, 3:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:1)

  • τοιγὰρ συνῆψε πάντασ ἐσ μίαν βλάβην, ὑμᾶσ τε τόνδε θ’, ὥστε διολέσαι δόμουσ κἄμ’, ὅστισ ἄτεκνοσ ἀρσένων παίδων γεγὼσ τῆσ σῆσ τόδ’ ἔρνοσ, ὦ τάλαινα, νηδύοσ αἴσχιστα καὶ κάκιστα κατθανόνθ’ ὁρῶ, ᾧ δῶμ’ ἀνέβλεφ’‐‐ὃσ συνεῖχεσ, ὦ τέκνον, τοὐμὸν μέλαθρον, παιδὸσ ἐξ ἐμῆσ γεγώσ, πόλει τε τάρβοσ ἦσθα· (Euripides, episode 4:29)

    (에우리피데스, episode 4:29)

유의어

  1. 불행한

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION