ἱππεία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἱππεία
형태분석:
ἱππει
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 기병대
- a riding or driving, horsemanship
- cavalry
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπεποίητο δὲ αὐτοῖσ πάλαι καὶ κατεσκεύαστο κεφαλὴ δράκοντοσ ὀθονίνη ἀνθρωπόμορφόν τι ἐπιφαίνουσα, κατάγραφοσ, πάνυ εἰκασμένη, ὑπὸ θριξὶν ἱππείαισ ἀνοίγουσά τε καὶ αὖθισ ἐπικλείουσα τὸ στόμα, καὶ γλῶττα οἱά δράκοντοσ διττὴ μέλαινα προέκυπτεν, ὑπὸ τριχῶν καὶ αὐτὴ ἑλκομένη. (Lucian, Alexander, (no name) 12:2)
(루키아노스, Alexander, (no name) 12:2)
- ξύνοιδε Πηνειὸσ ὁ καλ‐ λιδίνασ μακραί τ’ ἄρου‐ ραι πεδίων ἄκαρποι καὶ Πηλιάδεσ θεράπναι σύγχορτοί τ’ Ὀμόλασ ἔναυ‐ λοι, πεύκαισιν ὅθεν χέρασ πληροῦντεσ χθόνα Θεσσαλῶν ἱππείαισ ἐδάμαζον· (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 12)
(에우리피데스, Heracles, choral, antistrophe 12)
- οὐδ’ ὑπὸ θυρσομανεῖ νεβρίδων μέτα δίνᾳ, ἁρ́μασι καὶ ψαλίων τετραβάμοσι μωνυχοπώλων ἱππείαισ ἐπὶ χεύμασι βαίνων Ἰσμηνοῖο θοάζεισ, Ἀργείοισ ἐπιπνεύσασ Σπαρτῶν γένναν, ἀσπιδοφέρμονα θίασον ἐνόπλιον, ἀντίπαλον κατὰ λάινα τείχεα χαλκῷ κοσμήσασ. (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 13)
(에우리피데스, Phoenissae, choral, strophe 13)
- ἱππείαισ γὰρ θριξὶ χρῶνται, τὰσ τῶν ἀρρένων λαμβάνοντεσ· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 11:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 24 11:1)
유의어
-
a riding or driving
- ἱπποσύνη (the art of chariot-driving, horsemanship)
-
기병대