ἱππαρχία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἱππαρχία
형태분석:
ἱππαρχι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀντέταξε δὲ Κρατερῷ Μακεδόνων μὲν οὐδένα, δύο δὲ ἱππαρχίασ ξενικάσ, ὧν Φαρνάβαζοσ ὁ Ἀρταβάζου καὶ Φοῖνιξ ὁ Τενέδιοσ ἡγοῦντο, διακελευσάμενοσ ὀφθέντων τῶν πολεμίων ἐλαύνειν κατὰ τάχοσ καὶ συμπλέκεσθαι, μὴ διδόντασ ἀναστροφὴν μηδὲ φωνὴν, μηδὲ κήρυκα πεμπόμενον προσιεμένουσ. (Plutarch, chapter 7 1:1)
(플루타르코스, chapter 7 1:1)
- τὸ δὲ βραδύτερον μὲν τῶν φυλάρχων ἐλαύνειν, τὸν δ’ αὐτὸν τρόπον ἐκείνοισ ἱππεύειν, οὐκ ἄξιον ἱππαρχίασ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 3 16:2)
(크세노폰, Minor Works, , chapter 3 16:2)
- ταῦτα ὡσ ἤκουσεν Ἀλέξανδροσ, αὐτὸσ μὲν ἀναπαύων ἦγε τὴν στρατιὰν σχολαίτερον ἢ πρόσθεν, Πτολεμαῖον δὲ τὸν Λάγου ἀποστέλλει τῶν τε ἑταίρων ἱππαρχίασ τρεῖσ ἄγοντα καὶ τοὺσ ἱππακοντιστὰσ ξύμπαντασ, πεζῶν δὲ τήν τε Φιλώτα τάξιν καὶ τῶν ὑπασπιστῶν χιλιαρχίαν μίαν καὶ τοὺσ Ἀγριᾶνασ πάντασ καὶ τῶν τοξοτῶν τοὺσ ἡμίσεασ, σπουδῇ ἐλαύνειν κελεύσασ ὡσ Σπιταμένην τε καὶ Δαταφέρνην. (Arrian, Anabasis, book 3, chapter 29 7:1)
(아리아노스, Anabasis, book 3, chapter 29 7:1)
- ὡσ δὲ ὁμοῦ ἤδη ἐγίγνοντο, ἐλάσαι ἐκέλευσεν ἐσ αὐτοὺσ τῶν τε ἑταίρων τρεῖσ ἱππαρχίασ καὶ τοὺσ ἱππακοντιστὰσ ξύμπαντασ· (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 4 7:1)
(아리아노스, Anabasis, book 4, chapter 4 7:1)
- Αὐτὸσ δὲ ἄγων τοὺσ ὑπασπιστάσ τε καὶ τοὺσ τοξότασ καὶ τοὺσ Ἀγριᾶνασ καὶ τὴν Κοίνου τε καὶ Ἀττάλου τάξιν καὶ τῶν ἱππέων τὸ ἄγημα καὶ τῶν ἄλλων ἑταίρων ἐσ τέσσαρασ μάλιστα ἱππαρχίασ καὶ τῶν ἱπποτοξοτῶν τοὺσ ἡμίσεασ ὡσ ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν % Εὐασ . (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 24 1:1)
(아리아노스, Anabasis, book 4, chapter 24 1:1)
유의어
-
업무
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- τιμή (high office)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- πρᾶξις (업무, 일, 상업)
- χιλιαρχία (the office or post)
- λοχαγία (the rank or office of)
- ταγεία (the office or rank of)
- τόπος (자리, 공직)
- ἀρχίδιον (a petty office, petty officer)
- βιβλιοθήκη (records office)
- ἐξουσίᾱ (제목, 표제, 업무)
- θᾶκος (a chair of office)
- σπουδαρχία (canvassing for office)
- ἱεροφαντία (the office of hierophant)
- ταμιεία (the office of paymaster)
- γυμνασιαρχία (the office of a gymnasiarch)