- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γύναιος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: gynaios 고전 발음: [귀나] 신약 발음: [귀내오]

기본형: γύναιος γύναιη γύναιον

형태분석: γυναι (어간) + ος (어미)

  1. made to a woman
  2. little woman, wifey, a weak woman

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 γύναιος

(이)가

γύναία

(이)가

γύναιον

(것)가

속격 γυναίου

(이)의

γύναίας

(이)의

γυναίου

(것)의

여격 γυναίῳ

(이)에게

γύναίᾳ

(이)에게

γυναίῳ

(것)에게

대격 γύναιον

(이)를

γύναίαν

(이)를

γύναιον

(것)를

호격 γύναιε

(이)야

γύναία

(이)야

γύναιον

(것)야

쌍수주/대/호 γυναίω

(이)들이

γύναία

(이)들이

γυναίω

(것)들이

속/여 γυναίοιν

(이)들의

γύναίαιν

(이)들의

γυναίοιν

(것)들의

복수주격 γύναιοι

(이)들이

γύναιαι

(이)들이

γύναια

(것)들이

속격 γυναίων

(이)들의

γύναιῶν

(이)들의

γυναίων

(것)들의

여격 γυναίοις

(이)들에게

γύναίαις

(이)들에게

γυναίοις

(것)들에게

대격 γυναίους

(이)들을

γύναίας

(이)들을

γύναια

(것)들을

호격 γύναιοι

(이)들아

γύναιαι

(이)들아

γύναια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • στεῖραν δὲ οὐκ εὖ ἐποίησε καὶ γύναιον οὐκ ἠλέησε, (Septuagint, Liber Iob 24:21)

    (70인역 성경, 욥기 24:21)

  • ἕτερον δὲ τεράστιον ἄνθρωπον, τράγῳ τὰ νέρθεν ἐοικότα, κομήτην τὰ σκέλη, κέρατα ἔχοντα, βαθυπώγωνα, ὀργίλον καὶ θυμικόν, θατέρᾳ μὲν σύριγγα φέροντα, τῇ δεξιᾷ δὲ ῥάβδον καμπύλην ἐπηρμένον καὶ περισκιρτῶντα ὅλον τὸ στρατόπεδον, καὶ τὰ γύναια δὲ φοβεῖσθαι αὐτὸν καὶ σείειν ἠνεμωμένας τὰς κόμας, ὁπότε προσίοι, καὶ βοᾶν εὐοῖ: (Lucian, (no name) 2:4)

    (루키아노스, (no name) 2:4)

  • ταῦτα οἱ Ἰνδοὶ καὶ ὁ βασιλεῦς αὐτῶν ἀκούοντες ἐγέλων, ὡς τὸ εἰκός, καὶ οὐδ ἀντεπεξάγειν ἢ παρατάττεσθαι ἠξίουν, ἀλλ εἴπερ ἄρα, τὰς γυναῖκας ἐπαφήσειν αὐτοῖς, εἰ πλησίον γένοιντο, σφίσι δὲ καὶ νικᾶν αἰσχρὸν ἐδόκει καὶ φονεύειν γύναια μεμηνότα καὶ θηλυμίτρην ἄρχοντα καὶ μεθύον σμικρὸν γερόντιον καὶ ἡμίτραγον στρατιώτην ἄλλον καὶ γυμνήτας ὀρχηστάς, πάντας γελοίους. (Lucian, (no name) 3:1)

    (루키아노스, (no name) 3:1)

  • ἑτέρωθεν δὲ προσέρχεται ἡ Διαβολή, γύναιον ἐς ὑπερβολὴν πάγκαλον, ὑπόθερμον δὲ καὶ παρακεκινημένον, οἱο῀ν δὴ τὴν λύτταν καὶ τὴν ὀργὴν δεικνύουσα, τῇ μὲν ἀριστερᾷ δᾷδα καιομένην ἔχουσα, τῇ ἑτέρᾳ δὲ νεανίαν τινὰ τῶν τριχῶν σύρουσα τὰς χεῖρας ὀρέγοντα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ μαρτυρόμενον τοὺς θεούς. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:3)

  • ᾔδει γὰρ πολλοῖς πολλάκις ἀλόγους αἰτίας ὀργῆς παρισταμένας, καὶ τὸν μὲν ψευδεῖ τινι διαβολῇ πειθόμενον, τὸν δὲ οἰκέτῃ πιστεύοντα ἢ γυναίῳ ἐχθρῷ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 8:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 8:3)

유의어

  1. made to a woman

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION