헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γυμνός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γυμνός γυμνή γυμνόν

형태분석: γυμν (어간) + ος (어미)

  1. 발가벗은, 나체의, 벗겨진
  2. 무기가 없는, 비무장의, 무장하지 않은
  3. 단순한, 순수한
  4. 가난한, 빈곤한, 불우한
  1. naked, unclad
  2. unarmed, without armor, defenseless
  3. bare, uncovered
  4. stripped, destitute
  5. lightly clad
  6. mere

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 γυμνός

발가벗은 (이)가

γυμνή

발가벗은 (이)가

γυμνόν

발가벗은 (것)가

속격 γυμνοῦ

발가벗은 (이)의

γυμνῆς

발가벗은 (이)의

γυμνοῦ

발가벗은 (것)의

여격 γυμνῷ

발가벗은 (이)에게

γυμνῇ

발가벗은 (이)에게

γυμνῷ

발가벗은 (것)에게

대격 γυμνόν

발가벗은 (이)를

γυμνήν

발가벗은 (이)를

γυμνόν

발가벗은 (것)를

호격 γυμνέ

발가벗은 (이)야

γυμνή

발가벗은 (이)야

γυμνόν

발가벗은 (것)야

쌍수주/대/호 γυμνώ

발가벗은 (이)들이

γυμνᾱ́

발가벗은 (이)들이

γυμνώ

발가벗은 (것)들이

속/여 γυμνοῖν

발가벗은 (이)들의

γυμναῖν

발가벗은 (이)들의

γυμνοῖν

발가벗은 (것)들의

복수주격 γυμνοί

발가벗은 (이)들이

γυμναί

발가벗은 (이)들이

γυμνά

발가벗은 (것)들이

속격 γυμνῶν

발가벗은 (이)들의

γυμνῶν

발가벗은 (이)들의

γυμνῶν

발가벗은 (것)들의

여격 γυμνοῖς

발가벗은 (이)들에게

γυμναῖς

발가벗은 (이)들에게

γυμνοῖς

발가벗은 (것)들에게

대격 γυμνούς

발가벗은 (이)들을

γυμνᾱ́ς

발가벗은 (이)들을

γυμνά

발가벗은 (것)들을

호격 γυμνοί

발가벗은 (이)들아

γυμναί

발가벗은 (이)들아

γυμνά

발가벗은 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 γυμνός

γυμνοῦ

발가벗은 (이)의

γυμνότερος

γυμνοτεροῦ

더 발가벗은 (이)의

γυμνότατος

γυμνοτατοῦ

가장 발가벗은 (이)의

부사 γυμνώς

γυμνότερον

γυμνότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ φοβηθεὶσ μήνυσιν, ἐπειδὴ μέσον ἡμέρασ ἦν καὶ τοὺσ φύλακασ ᾔσθετο καθεύδοντασ ὑπὸ τῆσ μέθησ, ἐνδυσάμενοσ τὸν χιτῶνα καὶ τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενοσ ὤμου, γυμνῷ τῷ ξίφει μετὰ τῶν φίλων ἐξεπήδησεν ἐνεσκευασμένων ὁμοίωσ, δεκατριῶν ὄντων, Ἱππίτασ δὲ χωλὸσ ὢν τῇ μὲν πρώτῃ συνεξέπεσεν ὁρμῇ προθύμωσ, ὡσ δὲ ἑώρα σχολαίτερον πορευομένουσ δι’ αὐτόν, ἐκέλευσεν ἀνελεῖν καὶ μὴ διαφθείρειν τὴν πρᾶξιν, ἄχρηστον ἄνθρωπον περιμένοντασ, ἔτυχε δὲ τῶν Ἀλεξανδρέων τισ ἵππον ἄγων παρὰ τὰσ θύρασ· (Plutarch, Cleomenes, chapter 37 2:2)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 37 2:2)

  • γυμνῷ φυλακὴν ἐπίταττε, καὶ διὰ τριῶν ποτηρίων με ματτύησ εὐφραινέτω. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 84 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 84 2:1)

  • καὶ μετὰ μικρὸν ὤφθη Ιοὔλιοσ Ἄττικοσ τῶν οὐκ ἀσήμων ἐν τοῖσ δορυφόροισ στρατευόμενοσ γυμνῷ τῷ ξίφει προσφερόμενοσ καὶ βοῶν ἀνῃρηκέναι τὸν Καίσαροσ πολέμιον ὠσάμενοσ δὲ διὰ τῶν προεστώτων ἔδειξε τῷ Γάλβᾳ τὸ ξίφοσ ᾑμαγμένον. (Plutarch, Galba, chapter 26 1:2)

    (플루타르코스, Galba, chapter 26 1:2)

  • οὐ μὴν ἔπεσεν ἀγωνιζόμενοσ, ἀλλὰ τῆσ τροπῆσ γενομένησ ἀναφυγὼν πρόσ τι κρημνῶδεσ καὶ τῷ ξίφει γυμνῷ προσβαλὼν τὸ στέρνον, ἅμα καὶ φίλου τινὸσ, ὥσ φασι, συνεπιρρώσαντοσ τὴν πληγήν, ἀπέθανεν. (Plutarch, Caesar, chapter 69 8:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 69 8:1)

  • ἦν οὖν παρὰ τὰσ τάξεισ τῶν λαφύρων παραφερομένων καὶ ἀναδεικνυμένων τοῖσ τε Ῥωμαίοισ χαρὰ μετ’ ἀλαλαγμοῦ καὶ τοῖσ Ἕλλησιν ἀθυμία καὶ κατάπληξισ, ἄχρι οὗ μαθὼν ὁ Πύρροσ τὸ γινόμενον παρήλαυνε γυμνῷ τῷ προσώπῳ τήν τε δεξιὰν ὀρέγων τοῖσ μαχομένοισ καὶ τῇ φωνῇ σημαίνων ἑαυτόν, τέλοσ δὲ τῶν θηρίων ἐκβιαζομένων μάλιστα τοὺσ Ῥωμαίουσ, καὶ τῶν ἵππων, πρὶν ἐγγὺσ γενέσθαι, δυσανασχετούντων καὶ παραφερόντων τοὺσ ἐπιβάτασ, ἐπαγαγὼν τὴν Θετταλικὴν ἵππον αὐτοῖσ ταρασσομένοισ ἐτρέψατο πολλῷ φόνῳ. (Plutarch, chapter 17 3:1)

    (플루타르코스, chapter 17 3:1)

유의어

  1. 발가벗은

  2. 단순한

  3. mere

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION