Ancient Greek-English Dictionary Language

εὑρετικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὑρετικός εὑρετική εὑρετικόν

Structure: εὑρετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: eu(rei=n

Sense

  1. inventive, ingenious

Examples

  • εὑρετικὸσ γάρ ἐστι τῶν ἐν τοῖσ πράγμασιν ἐνόντων λόγων ὁ ἀνήρ, οὐ μόνον ὧν ἅπαντεσ ἂν εὑρ́οιμεν, ἀλλὰ καὶ ὧν μηθείσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 15 1:2)
  • καὶ φιλόλογοσ ἀεί τινοσ αἰτίασ εὑρετικὸσ ἔσται, δι’ ἣν οὐκ ἀπὸ τρόπου τῶν λεγόντων ἕκαστον ἐπαινῶν φανεῖται. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 13 18:3)
  • καὶ ὁ μὲν ἀπὸ βραχείασ μαθήσεωσ ἐπὶ πολὺ εὑρετικὸσ εἰή οὗ ἔμαθεν, ὁ δὲ πολλῆσ μαθήσεωσ τυχὼν καὶ μελέτησ μηδ’ ἃ ἔμαθε σῴζοιτο; (Plato, Republic, book 5 130:3)

Synonyms

  1. inventive

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION