Ancient Greek-English Dictionary Language

εὑρετικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὑρετικός εὑρετική εὑρετικόν

Structure: εὑρετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: eu(rei=n

Sense

  1. inventive, ingenious

Examples

  • οὐ μὴν ἀλλὰ τὸν Διόνυσον ἐν τῇ Νύσῃ τρεφόμενον καὶ μετέχοντα τῶν καλλίστων ἐπιτηδευμάτων μὴ μόνον γενέσθαι τῷ κάλλει καὶ τῇ ῥώμῃ διάφορον, ἀλλὰ καὶ φιλότεχνον καὶ πρὸσ πᾶν τὸ χρήσιμον εὑρετικόν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 70 7:1)

Synonyms

  1. inventive

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION