Ancient Greek-English Dictionary Language

εὑρετικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὑρετικός εὑρετική εὑρετικόν

Structure: εὑρετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: eu(rei=n

Sense

  1. inventive, ingenious

Examples

  • οὐ γὰρ ὡσ ἀγγεῖον ὁ νοῦσ ἀποπληρώσεωσ ἀλλ’ ὑπεκκαύματοσ μόνον ὥσπερ ὕλη δεῖται, ὁρμὴν ἐμποιοῦντοσ εὑρετικὴν καὶ ὄρεξιν ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 18 12:1)
  • "ἔνιοι γὰρ εὑρετικὴν φύσιν ἔχοντεσ, ἐν δὲ τῷ νήφειν ἀτολμοτέραν καὶ πεπηγυῖαν, ὅταν εἰσ τὸ πίνειν ἔλθωσιν, ὥσπερ ὁ λιβανωτόσ, ὑπὸ θερμότητοσ ἀναθυμιῶνται. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 5:10)
  • τὴν δ’ ἀγχίνοιαν ἕξιν εὑρετικὴν τοῦ καθήκοντοσ ἐκ τοῦ παραχρῆμα· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 93:6)

Synonyms

  1. inventive

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION