- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπεισόδιος?

First/Second declension Adjective; Transliteration: epeisodios

Principal Part: ἐπεισόδιος ἐπεισόδιον

Structure: ἐπεισοδι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from ἐπείσοδος

Sense

  1. coming in besides, adventitious
  2. an addition, episode

Examples

  • τάξις δὲ καὶ μερισμοὶ τῶν πραγμάτων καὶ ἡ κατ ἐπιχείρημα ἐξεργασία καὶ τὸ διαλαμβάνεσθαι τὴν ὁμοείδειαν ἰδίαις μεταβολαῖς καὶ ξένοις ἐπεισοδίοις τά τε ἄλλα ὅσα περὶ τὴν πραγματικὴν οἰκονομίαν ἔστιν ἀγαθὰ πολλῷ μείζονά ἐστι παρ Ἰσοκράτει καὶ κρείττονα, μάλιστα δ ἡ προαίρεσις ἡ τῶν λόγων, περὶ οὓς ἐσπούδαζε, καὶ τῶν ὑποθέσεων τὸ κάλλος, ἐν αἷς ἐποιεῖτο τὰς διατριβάς. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 44)
  • ἐκείνοις μὲν οὖν τοῖς ἀνδράσιν ἀναγκαῖον ἦν ποικίλλειν τοῖς μυθώδεσιν ἐπεισοδίοις τὰς τοπικὰς ἀναγραφάς. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 7 1:3)
  • ἀμήχανον γὰρ εὑρεῖν τούτων ἑτέρους ἐπεισοδίοις τε πλείοσι καὶ ποικιλίαις εὐκαιροτέραις καὶ σχήμασι πολυειδεστέροις χρησαμένους: (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1922)
  • κατ ἐπεισόδιον μεταβάλλω τὸν λόγον, ὡς ἂν καιναῖσι παροψίσι καὶ πολλαῖς εὐωχήσω τὸ θέατρον, περὶ τῶν ἐκπωμάτων τὸν λόγον ἑξῆς ποιούμενος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 89 2:1)
  • τρίτην ἀρχὴν καὶ δύναμιν ὑπέμεινε τῶν λόγων τὸν ἀτοπώτατον, ἐπεισόδιον οὐκ οἶδ ὅπως ποιοῦντα τὴν τῶν κακῶν φύσιν ἀπ αὐτομάτου κατὰ συμβεβηκός. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 6 14:1)
  • οὕτως ὁ τοῦ πλούτου ζῆλος οὐδενὶ πάθει φυσικῷ συνημμένος ἐκ τῆς ὀχλώδους καὶ θυραίου δόξης ἐπεισόδιός ἐστιν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 18 4:2)

Related

명사

형용사

동사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION