- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔμπειρος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: empeiros 고전 발음: [엠뻬] 신약 발음: [앰삐로]

기본형: ἔμπειρος ἔμπειρος ἔμπειρον

형태분석: ἐμπειρ (어간) + ος (어미)

어원: ἐν, πεῖρα

  1. experienced or practiced in a thing, acquainted with it

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἔμπειρος

(이)가

ἔμπειρον

(것)가

속격 ἐμπείρου

(이)의

ἐμπείρου

(것)의

여격 ἐμπείρῳ

(이)에게

ἐμπείρῳ

(것)에게

대격 ἔμπειρον

(이)를

ἔμπειρον

(것)를

호격 ἔμπειρε

(이)야

ἔμπειρον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐμπείρω

(이)들이

ἐμπείρω

(것)들이

속/여 ἐμπείροιν

(이)들의

ἐμπείροιν

(것)들의

복수주격 ἔμπειροι

(이)들이

ἔμπειρα

(것)들이

속격 ἐμπείρων

(이)들의

ἐμπείρων

(것)들의

여격 ἐμπείροις

(이)들에게

ἐμπείροις

(것)들에게

대격 ἐμπείρους

(이)들을

ἔμπειρα

(것)들을

호격 ἔμπειροι

(이)들아

ἔμπειρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔτε δ ἰατρὸς ἐμπείρως δύναται θεραπεῦσαι τοὺς κάμνοντας, ἂν μὴ τὴν αἰτίαν τοῦ νοσήματος κατανοήσῃ, οὔτε δικαστὴς ὁσίαν θεῖναι τὴν ψῆφον, ἐὰν μὴ τοῖς τῆς κρίσεως δικαίοις σαφῶς ᾖ παρηκολουθηκώς. (Demades, On the Twelve Years, 1:2)

    (데마데스, On the Twelve Years, 1:2)

  • ἐμπειρότατοι δὲ λόγων καὶ πραγμάτων ὄντες οὕτως ἀλογίστως ἔχομεν, ὥστε περὶ τῶν αὐτῶν τῆς αὐτῆς ἡμέρας οὐ ταὐτὰ γινώσκομεν, ἀλλ ὧν πρὶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀναβῆναι κατηγοροῦμεν, ταῦτα συνελθόντες χειροτονοῦμεν, οὐ πολὺν δὲ χρόνον διαλιπόντες τοῖς ψηφισθεῖσιν, ἐπειδὰν ἀπίωμεν, πάλιν ἐπιτιμῶμεν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 17 2:2)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 17 2:2)

  • τὰ ἄλλα δὲ πεμμάτων ἐπιστήμων καὶ ὀψοποιὸς ἐμπειρότατος, καὶ ὅλως σοφιστὴς ἡδυπαθείας. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 12:15)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 12:15)

  • ἐκεῖνο μέντοι μεγάλης ἐπιεικείας σημεῖον, ὅτι δυσχεραίνοντα τὸ πολεμεῖν ἀεὶ καὶ φεύγοντα τὸ στρατηγεῖν οὐκ ἐπαύοντο χειροτονοῦντες ὡς ἐμπειρότατον καὶ βέλτιστον: (Plutarch, Comparison of Nicias and Crassus, chapter 3 5:2)

    (플루타르코스, Comparison of Nicias and Crassus, chapter 3 5:2)

  • ἂν δὲ διαλέγεσθαι μᾶλλον ἐθέλῃς ἢ λοιδορεῖσθαι, ταχύ σε μεταπείσομεν, ἑκατέρου τῶν βίων ἐμπείρως ἔχοντες, ὅ τι ταῦτα πρὸ ἐκείνων εἰκότως ἀγαπῶμεν πῶμεν. (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 2 9:2)

    (플루타르코스, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 2 9:2)

  • καὶ εἶπεν αὐτῷ. εἰ δύναμαι πορευθῆναι μετὰ σοῦ ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας, καὶ εἰ ἔμπειρος εἶ τῶν τόπων; (Septuagint, Liber Thobis 5:5)

    (70인역 성경, 토빗기 5:5)

  • σὺ γὰρ ὡς τὸ εἰκὸς ἔμπειρος εἶ τοῦ χωρίου πολλάκις, ὡς λόγος, κατελθοῦσα πρὸς Ἀγχίσην. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 5:14)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 5:14)

  • χαρακτῆρα δὲ τὸν Λυσίου κατὰ τὸ πλεῖστον ἐζήλωσε καὶ εἰ μή τις ἔμπειρος πάνυ τῶν ἀνδρῶν εἰή καὶ τριβὰς ἀξιολόγους ἀμφοῖν ἔχων, οὐκ ἂν διαγνοίη ῥᾳδίως πολλοὺς τῶν λόγων, ὁποτέρου τῶν ῥητόρων εἰσίν, ἀλλὰ παρακρούσεται ταῖς ἐπιγραφαῖς οὐχ οὕτως ἀκριβῶς ἐχούσαις, ὡς διὰ μιᾶς δηλοῦταί μοι γραφῆς. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 23)

    (디오니시오스, chapter 23)

  • ἀλλὰ Θεοδότας ὁ Ῥόδιος, ἀνὴρ γενναῖος καὶ τακτικῶν ἔμπειρος, οὐκ εἰά παρὼν ἀθυμεῖν: (Lucian, Zeuxis 16:1)

    (루키아노스, Zeuxis 16:1)

  • πότερα [γὰρ εἰκός ἐς]τιν, ὦ Ἀθηνόγενες, ἐμὲ τῆς σῆς [τέχνης ἐπιθ]υμῆσαι, ἧς οὐ[κ] ἤμην ἔμπει[ρος, ἤ σε καὶ τ]ὴν ἑταίραν τοῖς ἐμοῖς ἐπι[βουλεῦσαι]· (Hyperides, Speeches, 26:1)

    (히페레이데스, Speeches, 26:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION