- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ῥητορικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: rhētorikos 고전 발음: [레:또리꼬] 신약 발음: [레또리꼬]

기본형: ῥητορικός

형태분석: ῥητορικ (어간) + ος (어미)

어원: ῥήτωρ

  1. 수사학의, 수사학적인
  1. concerning public speaking or oration, rhetorical

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ῥητορικός

수사학의 (이)가

ῥητορική

수사학의 (이)가

ῥητόρικον

수사학의 (것)가

속격 ῥητορικοῦ

수사학의 (이)의

ῥητορικῆς

수사학의 (이)의

ῥητορίκου

수사학의 (것)의

여격 ῥητορικῷ

수사학의 (이)에게

ῥητορικῇ

수사학의 (이)에게

ῥητορίκῳ

수사학의 (것)에게

대격 ῥητορικόν

수사학의 (이)를

ῥητορικήν

수사학의 (이)를

ῥητόρικον

수사학의 (것)를

호격 ῥητορικέ

수사학의 (이)야

ῥητορική

수사학의 (이)야

ῥητόρικον

수사학의 (것)야

쌍수주/대/호 ῥητορικώ

수사학의 (이)들이

ῥητορικά

수사학의 (이)들이

ῥητορίκω

수사학의 (것)들이

속/여 ῥητορικοῖν

수사학의 (이)들의

ῥητορικαῖν

수사학의 (이)들의

ῥητορίκοιν

수사학의 (것)들의

복수주격 ῥητορικοί

수사학의 (이)들이

ῥητορικαί

수사학의 (이)들이

ῥητόρικα

수사학의 (것)들이

속격 ῥητορικῶν

수사학의 (이)들의

ῥητορικῶν

수사학의 (이)들의

ῥητορίκων

수사학의 (것)들의

여격 ῥητορικοῖς

수사학의 (이)들에게

ῥητορικαῖς

수사학의 (이)들에게

ῥητορίκοις

수사학의 (것)들에게

대격 ῥητορικούς

수사학의 (이)들을

ῥητορικάς

수사학의 (이)들을

ῥητόρικα

수사학의 (것)들을

호격 ῥητορικοί

수사학의 (이)들아

ῥητορικαί

수사학의 (이)들아

ῥητόρικα

수사학의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀρξάμενος γὰρ τὰς ὠφελείας ἐπιδεικνύειν, ἃς περιείληφεν ὁ ῥητορικὸς λόγος, ταῦτα κατὰ λέξιν γράφει: (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 6 1:2)

    (디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 6 1:2)

  • ὁ δὲ καὶ συνεργόν, ἐν οἷς δοκεῖ κρείττων αὐτὸς εἶναι, ποιούμενος τὸν ἀδελφὸν ἀεὶ καὶ σύμβουλον, οἱο῀ν ἐν δίκαις ῥητορικὸς ὤν, ἐν ἀρχαῖς πολιτευόμενος, ἐν πράξεσι φιλικαῖς: (Plutarch, De fraterno amore, section 13 6:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 13 6:1)

  • προσήκειν δὲ οἰόνται πολυωρεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡττόνων κατὰ γένος, κατὰ δύναμιν, κατ ἀρετήν, καὶ ὅλως ἐν ᾧ ἂν αὐτὸς ὑπερέχῃ πολύ, οἱο῀ν ἐν χρήμασιν ὁ πλούσιος πένητος καὶ ἐν τῷ λέγειν ῥητορικὸς ἀδυνάτου εἰπεῖν καὶ ἄρχων ἀρχομένου καὶ ἄρχειν ἄξιος οἰόμενος τοῦ ἄρχεσθαι ἀξίου: (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 2 7:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 2, chapter 2 7:1)

  • ὅταν οὖν ὁ ῥητορικὸς ἀγνοῶν ἀγαθὸν καὶ κακόν, λαβὼν πόλιν ὡσαύτως ἔχουσαν πείθῃ, μὴ περὶ ὄνου σκιᾶς ὡς ἵππου τὸν ἔπαινον ποιούμενος, ἀλλὰ περὶ κακοῦ ὡς ἀγαθοῦ, δόξας δὲ πλήθους μεμελετηκὼς πείσῃ κακὰ πράττειν ἀντ ἀγαθῶν, ποῖόν τιν ἂ<ν> οἰεί μετὰ ταῦτα τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν· (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 227:4)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 227:4)

  • ὅταν περὶ ἰατρῶν αἱρέσεως ᾖ τῇ πόλει σύλλογος ἢ περὶ ναυπηγῶν ἢ περὶ ἄλλου τινὸς δημιουργικοῦ ἔθνους, ἄλλο τι ἢ τότε ὁ ῥητορικὸς οὐ συμβουλεύσει· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 50:2)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 50:2)

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION