헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔλαφος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔλαφος ἐλάφου

형태분석: ἐλαφ (어간) + ος (어미)

  1. 붉은사슴
  1. red deer

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἔλαφος

붉은사슴이

ἐλάφω

붉은사슴들이

έ̓λαφοι

붉은사슴들이

속격 ἐλάφου

붉은사슴의

ἐλάφοιν

붉은사슴들의

ἐλάφων

붉은사슴들의

여격 ἐλάφῳ

붉은사슴에게

ἐλάφοιν

붉은사슴들에게

ἐλάφοις

붉은사슴들에게

대격 έ̓λαφον

붉은사슴을

ἐλάφω

붉은사슴들을

ἐλάφους

붉은사슴들을

호격 έ̓λαφε

붉은사슴아

ἐλάφω

붉은사슴들아

έ̓λαφοι

붉은사슴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὰ τοῦτό φασι καὶ τὴν φύσιν ἀγεννεστάτῳ ζῴῳ τῷ ἐλάφῳ κέρατα θαυμαστὰ τῷ μεγέθει καὶ τραχύτητι πρὸσ ἄμυναν ἐμφῦσαι, διδάσκουσαν ἡμᾶσ ὡσ οὐδὲν ὠφελεῖ τὸ ἰσχύειν καὶ ὡπλίσθαι τοὺσ μένειν καὶ θαρρεῖν μὴ δυναμένουσ. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 3 5:1)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 3 5:1)

  • διὰ τοῦτό φασι καὶ τὴν φύσιν ἀγεννεστάτῳ ζῴῳ τῷ ἐλάφῳ κέρατα θαυμαστὰ τῷ μεγέθει καὶ τραχύτητι πρὸσ ἄμυναν ἐμφῦσαι, διδάσκουσαν ἡμᾶσ ὡσ οὐδὲν ὠφελεῖ τὸ ἰσχύειν καὶ ὡπλίσθαι τοὺσ μένειν καὶ θαρρεῖν μὴ δυναμένουσ. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 3 2:4)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 3 2:4)

  • Σπανὸσ ἀνὴρ δημότησ τῶν ἐπὶ χώρασ βιούντων ἐλάφῳ νεοτόκῳ φευγούσῃ κυνηγέτασ ἐπιτυχών αὐτῆσ μὲν ἀπελείφθη, τὴν δὲ νεβρὸν, ἐκπλαγεὶσ τῇ καινότητι τῆσ χρόασ λευκὴ γὰρ ἦν πᾶσα, λαμβάνει διώξασ. (Plutarch, Sertorius, chapter 11 2:1)

    (플루타르코스, Sertorius, chapter 11 2:1)

  • τόδ’ ἄρ’ ἦσ λώιον, ἔμμεναι ξέννον τῶν χαλεπῶν παιδὸσ ἐράν<νω παράπαν πόθων> τῷ μὲν γὰρ βίοσ ἑρ́πει προγόνοισ ἶσ’ ἐλάφω θοᾶσ, χαλάσει δ’ ἑτέρᾳ ποντοπόρην αὔριον ἄρμενα. (Theocritus, Idylls, 14)

    (테오크리토스, Idylls, 14)

  • μετὰ δὲ τοῦτο τῆσ γῆσ ἐπιβαλεῖν ἐπ’ αὐτὰ πρῶτον μὲν τὴν ἐπιπολῆσ ἐξαιρεθεῖσαν ἐκ τῶν ὀρυγμάτων, ἄνωθεν δὲ ταύτησ γῆσ στερεᾶσ τῆσ ἄπωθεν, ἵνα ᾖ τῇ ἐλάφῳ ὅτι μάλιστα ἄδηλοσ ἡ στάσισ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 18:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 18:1)

유의어

  1. 붉은사슴

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION