헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κροκόδειλος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κροκόδειλος κροκοδείλου

형태분석: κροκοδειλ (어간) + ος (어미)

  1. 도마뱀
  2. 악어
  1. lizard
  2. crocodile
  3. A fallacy of the sophists

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κροκόδειλος

도마뱀이

κροκοδείλω

도마뱀들이

κροκόδειλοι

도마뱀들이

속격 κροκοδείλου

도마뱀의

κροκοδείλοιν

도마뱀들의

κροκοδείλων

도마뱀들의

여격 κροκοδείλῳ

도마뱀에게

κροκοδείλοιν

도마뱀들에게

κροκοδείλοις

도마뱀들에게

대격 κροκόδειλον

도마뱀을

κροκοδείλω

도마뱀들을

κροκοδείλους

도마뱀들을

호격 κροκόδειλε

도마뱀아

κροκοδείλω

도마뱀들아

κροκόδειλοι

도마뱀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ ταῦτα ὑμῖν ἀκάθαρτα ἀπὸ τῶν ἑρπετῶν τῶν ἐπί τῆσ γῆσ. ἡ γαλῆ καὶ ὁ μῦσ καὶ ὁ κροκόδειλοσ ὁ χερσαῖοσ, (Septuagint, Liber Leviticus 11:29)

    (70인역 성경, 레위기 11:29)

  • ταῦτα μὲν δὴ ἴσωσ μέτρια καὶ τὰ ὑπ’ Ἀσσυρίων γιγνόμενα καὶ ὑπὸ Φρυγῶν καὶ Λυδῶν, ’ ἢν δ’ εἰσ τὴν Αἴγυπτον ἔλθῃσ, τότε δὴ τότε ὄψει πολλὰ τὰ σεμνὰ καὶ ὡσ ἀληθῶσ ἄξια τοῦ οὐρανοῦ, κριοπρόσωπον μὲν τὸν Δία, κυνοπρόσωπον δὲ τὸν βέλτιστον Ἑρμῆν καὶ τὸν Πᾶνα ὅλον τράγον καὶ ἶβίν τινα καὶ κροκόδειλον ἕτερον καὶ πίθηκον. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 14:1)

    (루키아노스, De sacrificiis, (no name) 14:1)

  • διαπλέοντοσ δ’ αὐτοῦ τὸν νομόν, οὗ ἐστι θεὸσ ὁ κροκόδειλοσ, ἡρπάσθη τισ τῶν παίδων αὐτοῦ. (Aristotle, Economics, Book 2 116:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 116:1)

  • καλέσασ οὖν τοὺσ ἱερεῖσ ἔφη πρότεροσ ἀδικηθεὶσ ἀμύνεσθαι τοὺσ κροκοδείλουσ, καὶ προσέταξε θηρεύειν αὐτούσ. (Aristotle, Economics, Book 2 116:2)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 116:2)

  • εἰ που τὸν Νεῖλον εἶδεσ γραφῇ μεμιμημένον, αὐτὸν μὲν κείμενον ἐπὶ κροκοδείλου τινὸσ ἢ ἵππου τοῦ ποταμίου, οἱοῖ πολλοὶ ἐν αὐτῷ, μικρὰ δέ τινα παιδία παρ’ αὐτὸν παίζοντα ‐ πήχεισ δὲ αὐτοὺσ οἱ Αἰγύπτιοι καλοῦσι, ‐ τοιοῦτοι καὶ περὶ τὴν ’ Ῥητορικὴν οἱ ἔπαινοι. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 6:6)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 6:6)

  • ὁ βοῦσ θεόσ, Πηλουσιώταισ δὲ κρόμμυον, καὶ ἄλλοισ ἶβισ ἢ κροκόδειλοσ καὶ ἄλλοισ κυνοκέφαλοσ ἢ αἴλουροσ ἢ πίθηκοσ· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 42:5)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 42:5)

  • τοῦτο ἤν πωσ κροκόδειλοσ ἁρπάσῃ πλησίον τοῦ ποταμοῦ πλαζόμενον εὑρών, κᾆτά σοι ἀποδώσειν ὑπισχνῆται αὐτό, ἢν εἴπῃσ τἀληθὲσ ὅ τι δέδοκται αὐτῷ περὶ τῆσ ἀποδόσεωσ τοῦ βρέφουσ, τί φήσεισ αὐτὸν ἐγνωκέναι; (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 21:9)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 21:9)

  • καίτοι ἐβουλόμην ἂν αὐτὸν ἐσ ταῦτα ὠφελῆσθαι ὑπὸ σοῦ μᾶλλον ἤπερ ἐκεῖνα εἰδέναι, ἃ καθ̓ ἑκάστην ἡμέραν πρὸσ ἡμᾶσ οὐδὲν δεομένουσ ἐπὶ τὸ δεῖπνον διεξέρχεται, ὡσ κροκόδειλοσ ἡρ́πασε παιδίον, καὶ ὑπέσχηται ἀποδώσειν αὐτό, ἂν ἀποκρίνηται ὁ πατὴρ οὐκ οἶδ̓ ὅ τι, ἢ ὡσ ἀναγκαῖόν ἐστιν ἡμέρασ οὔσησ μὴ νύκτα εἶναι· (Lucian, 169:1)

    (루키아노스, 169:1)

유의어

  1. 도마뱀

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION