헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔκγονος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔκγονος ἔκγονον

형태분석: ἐκγον (어간) + ος (어미)

어원: e)kgi/gnomai

  1. born of, sprung from
  2. a child, son or daughter, descendants, offspring

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 έ̓κγονος

(이)가

έ̓κγονον

(것)가

속격 ἐκγόνου

(이)의

ἐκγόνου

(것)의

여격 ἐκγόνῳ

(이)에게

ἐκγόνῳ

(것)에게

대격 έ̓κγονον

(이)를

έ̓κγονον

(것)를

호격 έ̓κγονε

(이)야

έ̓κγονον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐκγόνω

(이)들이

ἐκγόνω

(것)들이

속/여 ἐκγόνοιν

(이)들의

ἐκγόνοιν

(것)들의

복수주격 έ̓κγονοι

(이)들이

έ̓κγονα

(것)들이

속격 ἐκγόνων

(이)들의

ἐκγόνων

(것)들의

여격 ἐκγόνοις

(이)들에게

ἐκγόνοις

(것)들에게

대격 ἐκγόνους

(이)들을

έ̓κγονα

(것)들을

호격 έ̓κγονοι

(이)들아

έ̓κγονα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πληθυνεῖ σε Κύριοσ ὁ Θεόσ σου εἰσ ἀγαθὰ ἐν τοῖσ ἐκγόνοισ τῆσ κοιλίασ σου, καὶ ἐπὶ τοῖσ ἐκγόνοισ τῶν κτηνῶν σου καὶ ἐπὶ τοῖσ γενήμασι τῆσ γῆσ σου, ἐπὶ τῆσ γῆσ σου ἧσ ὤμοσε Κύριοσ τοῖσ πατράσι σου δοῦναί σοι. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:11)

    (70인역 성경, 신명기 28:11)

  • καὶ πολυωρήσει σε Κύριοσ ὁ Θεόσ σου ἐν παντὶ ἔργῳ τῶν χειρῶν σου, ἐν τοῖσ ἐκγόνοισ τῆσ κοιλίασ σου καὶ ἐν τοῖσ ἐκγόνοισ τῶν κτηνῶν σου καὶ ἐν τοῖσ γενήμασι τῆσ γῆσ σου. ὅτι ἐπιστρέψει Κύριοσ ὁ Θεόσ σου εὐφρανθῆναι ἐπὶ σοὶ εἰσ ἀγαθά, καθότι εὐφράνθη ἐπὶ τοῖσ πατράσι σου, (Septuagint, Liber Deuteronomii 30:9)

    (70인역 성경, 신명기 30:9)

  • καὶ Ἰεσβί, ὃσἦν ἐν τοῖσ ἐκγόνοισ τοῦ Ραφὰ καὶ ὁ σταθμὸσ τοῦ δόρατοσ αὐτοῦ τριακοσίων σίκλων ὁλκὴ χαλκοῦ καὶ αὐτὸσ περιεζωσμένοσ κορύνην, καὶ διενοεῖτο τοῦ πατάξαι τὸν Δαυίδ. (Septuagint, Liber II Samuelis 21:16)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 21:16)

  • ἀποκείρεται σὸν ἄνθοσ πόλεοσ, ὁ Διὸσ ἔκγονοσ· (Euripides, Heracles, choral, lyric2)

    (에우리피데스, Heracles, choral, lyric2)

  • μῶν ἔκγονοσ εἶ τῶν Ἁρμοδίου τισ ἐκείνων; (Aristotle, Agon, Epirrheme14)

    (아리스토텔레스, Agon, Epirrheme14)

  • οὐ γὰρ πεπρωμένοισιν ὀργίζῃ γάμοισ, οὐδ’ ἡ θεᾶσ Νηρῇδοσ ἔκγονοσ κόρη ἀδικεῖ σ’ ἀδελφὴ Θεονόη, τὰ τῶν θεῶν τιμῶσα πατρόσ τ’ ἐνδίκουσ ἐπιστολάσ. (Euripides, Helen, episode, dialogue3)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue3)

  • καὶ πρῶτα μὲν προσῆγε Νηίταισ πύλαισ λόχον πυκναῖσιν ἀσπίσιν πεφρικότα ὁ τῆσ κυναγοῦ Παρθενοπαῖοσ ἔκγονοσ, ἐπίσημ’ ἔχων οἰκεῖον ἐν μέσῳ σάκει, ἑκηβόλοισ τόξοισιν Ἀταλάντην κάπρον χειρουμένην Αἰτωλόν. (Euripides, Phoenissae, episode 2:1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 2:1)

  • φίλου μοι πατρόσ ἐστιν ἔκγονοσ. (Euripides, episode, iambic 6:6)

    (에우리피데스, episode, iambic 6:6)

유의어

  1. born of

  2. a child

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION