헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγχώριος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγχώριος ἐγχώριον

형태분석: ἐγχωρι (어간) + ος (어미)

어원: xw/ra

  1. in or of the country
  2. a dweller in, inhabitant
  3. according to the custom of the country

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐγχώριος

(이)가

ἐγχώριον

(것)가

속격 ἐγχωρίου

(이)의

ἐγχωρίου

(것)의

여격 ἐγχωρίῳ

(이)에게

ἐγχωρίῳ

(것)에게

대격 ἐγχώριον

(이)를

ἐγχώριον

(것)를

호격 ἐγχώριε

(이)야

ἐγχώριον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐγχωρίω

(이)들이

ἐγχωρίω

(것)들이

속/여 ἐγχωρίοιν

(이)들의

ἐγχωρίοιν

(것)들의

복수주격 ἐγχώριοι

(이)들이

ἐγχώρια

(것)들이

속격 ἐγχωρίων

(이)들의

ἐγχωρίων

(것)들의

여격 ἐγχωρίοις

(이)들에게

ἐγχωρίοις

(것)들에게

대격 ἐγχωρίους

(이)들을

ἐγχώρια

(것)들을

호격 ἐγχώριοι

(이)들아

ἐγχώρια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ γάρ τοι καὶ χρῆμ’ ἐγχώριον ἄλλο γένηται, γείτονεσ ἄζωστοι ἔκιον, ζώσαντο δὲ πηοί. (Hesiod, Works and Days, Book WD 39:3)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 39:3)

  • Τῆσ γὰρ τῶν Ιὠταπάτων πολιορκίασ λαβούσησ τέλοσ γενόμενοσ παρὰ Ῥωμαίοισ μετὰ πάσησ ἐπιμελείασ ἐφυλασσόμην τὰ πολλὰ διὰ τιμῆσ ἄγοντόσ με Οὐεσπασιανοῦ, καὶ δὴ κελεύσαντοσ αὐτοῦ ἠγαγόμην τινὰ παρθένον ἐκ τῶν αἰχμαλωτίδων τῶν κατὰ Καισάρειαν ἁλουσῶν ἐγχώριον. (Flavius Josephus, 489:1)

    (플라비우스 요세푸스, 489:1)

  • τὸν δὲ Μάρκελλον ἀνακαλουμένων τῶν Ῥωμαίων ἐπὶ τὸν ἐγχώριον καὶ σύνοικον πόλεμον, ἐπανερχόμενοσ τὰ πλεῖστα καὶ κάλλιστα τῶν ἐν Συρακούσαισ ἐκίνησεν ἀναθημάτων, ὡσ αὐτῷ τε πρὸσ τὸν θρίαμβον ὄψισ εἰή καὶ τῇ πόλει κόσμοσ. (Plutarch, Marcellus, chapter 21 1:1)

    (플루타르코스, Marcellus, chapter 21 1:1)

  • τοῦ δὲ βασιλέωσ τούτου τελευτήσαντοσ ἀνεκτήσαντο τὴν ἀρχὴν Αἰγύπτιοι, καὶ κατέστησαν ἐγχώριον βασιλέα Μένδην, ὅν τινεσ Μάρρον προσονομάζουσιν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 61 1:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 61 1:1)

  • τὸ μὲν γὰρ διακομίζον τὰ σώματα πλοῖον βᾶριν καλεῖσθαι, τὸ δ’ ἐπίβαθρον τῷ πορθμεῖ δίδοσθαι, καλουμένῳ κατὰ τὴν ἐγχώριον διάλεκτον χάρωνι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 96 8:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 96 8:2)

유의어

  1. in or of the country

  2. a dweller in

  3. according to the custom of the country

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION