- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἕξις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: hexis 고전 발음: [헥시] 신약 발음: [액시]

기본형: ἕξις ἕξεως

형태분석: ἑξι (어간) + ς (어미)

어원: ἕξω, fut. of ἔχω

  1. 소유, 소유물, 유
  2. 경험, 체험, 실험적 지식
  1. an act of having, possession
  2. a being in a certain state, a permanent condition, produced by practice, a state or habit of body, especially a good habit
  3. a state or habit of mind
  4. skill as the result of practice, experience

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἕξις

소유가

ἕξει

소유들이

ἕξεις

소유들이

속격 ἕξεως

소유의

ἕξοιν

소유들의

ἕξεων

소유들의

여격 ἕξει

소유에게

ἕξοιν

소유들에게

ἕξεσι(ν)

소유들에게

대격 ἕξιν

소유를

ἕξει

소유들을

ἕξεις

소유들을

호격 ἕξι

소유야

ἕξει

소유들아

ἕξεις

소유들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολλὰ γὰρ πρὸ τούτου γενέσθαι δεῖ, καὶ προοδοποιῆσαι τῇ πόσει καὶ προπαρασκευάσαι ῥᾴδιον ἐς ἰάσιν τὸ σῶμα καὶ τῆς ἁπάσης ἕξεως φροντίσαι κενοῦντα καὶ ἰσχναίνοντα καὶ οἷς χρὴ τρέφοντα καὶ κινοῦντα ἐς ὅσον χρήσιμον καὶ ὕπνους ἐπινοοῦντα καὶ ἠρεμίας μηχανώμενον, ἅπερ οἱ μὲν ἄλλο τι νοσοῦντες ῥᾳδίως πεισθεῖεν ἄν, οἱ μεμηνότες δὲ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ νοῦ δυσάγωγοι καὶ δυσηνιόχητοι καὶ τῷ ἰατρῷ ἐπισφαλεῖς καὶ τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι. (Lucian, Abdicatus, (no name) 17:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 17:2)

  • οὕτω γὰρ ἂν ἀπιδὼν καὶ σὺ τῶν μακροβίων ἀνδρῶν πρὸς τὸ ὅμοιον τῆς ἕξεως καὶ τῆς τύχης ἑτοιμότερον ἐλπίσειας γῆρας ὑγιεινὸν καὶ μακρὸν καὶ ἅμα ζηλώσας ἐργάσαιο σαυτῷ τῇ διαίτῃ μέγιστόν τε ἅμα καὶ ὑγιεινότατον βίον. (Lucian, Macrobii, (no name) 7:2)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 7:2)

  • ἢ τὰ πρῶτα ταῦτα, τί διαφέρει σχέσις ἕξεως · (Lucian, Symposium, (no name) 23:5)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 23:5)

  • "Δίφιλος δέ φησιν ἡ δὲ κολοκύντη ὀλιγότροφός ἐστι καὶ εὔφθαρτος καὶ ὑγραντικὴ τῆς ἕξεως καὶ εὐέκκριτος, εὔχυλος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5224)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5224)

  • "ἕξεως περὶ γεωμετρίαν ἔργον ἐστίν, οὐ τοῦτο προστάττειν τὸν θεὸν ἀλλὰ καὶ γεωμετρεῖν διακελεύεσθαι τοῖς Ἕλλησιν : (Plutarch, De E apud Delphos, section 6 2:4)

    (플루타르코스, De E apud Delphos, section 6 2:4)

유의어

  1. 소유

  2. a state or habit of mind

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION