- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἕξις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: hexis 고전 발음: [헥시] 신약 발음: [액시]

기본형: ἕξις ἕξεως

형태분석: ἑξι (어간) + ς (어미)

어원: ἕξω, fut. of ἔχω

  1. 소유, 소유물, 유
  2. 경험, 체험, 실험적 지식
  1. an act of having, possession
  2. a being in a certain state, a permanent condition, produced by practice, a state or habit of body, especially a good habit
  3. a state or habit of mind
  4. skill as the result of practice, experience

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἕξις

소유가

ἕξει

소유들이

ἕξεις

소유들이

속격 ἕξεως

소유의

ἕξοιν

소유들의

ἕξεων

소유들의

여격 ἕξει

소유에게

ἕξοιν

소유들에게

ἕξεσι(ν)

소유들에게

대격 ἕξιν

소유를

ἕξει

소유들을

ἕξεις

소유들을

호격 ἕξι

소유야

ἕξει

소유들아

ἕξεις

소유들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ πρῶτον μὲν ἄν τις ὑπίδοιτο τοῦ λόγου τούτου τὸ πολλὰς τῶν ἐμφανῶν ἀναιρεῖν δυνάμεων, ὡς οὐ ποιότητας οὐδ ἕξεις ἕξεων δὲ καὶ ποιοτήτων στερήσεις, βαρύτητα μὲν κουφότητος καὶ σκληρότητα μαλακότητος τὸ μέλαν δὲ τοῦ λευκοῦ καὶ τὸ πικρὸν αξ τοῦ γλυκέος, καὶ ὧν ἕκαστον ἑκάστῳ πέφυκεν ἀντιδε πριιιιδο. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 21)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 21)

  • μετὰ ταῦτα ἡ διαίρεσις ἐν τοῖς ἀπηλλαγμένοις τῶν παθημάτων καὶ τῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἕξεων. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 46:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 46:1)

  • ἁπλῶς μὲν οὖν διωρίσθω τὸν τρόπον τοῦτον, ἀκριβέστερον δ, ὅταν περὶ τῶν ἕξεων λέγωμεν τῶν ἀντικειμένων. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 66:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 66:2)

  • ἐπεὶ δ εἴληπται ἡ διαλογὴ τῶν ἕξεων καθ ἕκαστα τὰ πάθη, καὶ αἱ ὑπερβολαὶ καὶ ἐλλείψεις, καὶ τῶν ἐναντίων ἕξεων, καθ ἃς ἔχουσι κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον τίς δ ὁ ὀρθὸς λόγος, καὶ πρὸς τίνα δεῖ ὁρ´ον ἀποβλέποντας λέγειν τὸ μέσον, ὕστερον ἐπισκεπτέον, φανερὸν ὅτι πᾶσαι αἱ ἠθικαὶ ἀρεταὶ καὶ κακίαι περὶ ἡδονῶν καὶ λυπῶν ὑπερβολὰς καὶ ἐλλείψεις εἰσί, καὶ ἡδοναὶ καὶ λῦπαι ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἕξεων καὶ παθημάτων γίνονται. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 93:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 93:1)

유의어

  1. 소유

  2. a state or habit of mind

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION