- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἕξις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: hexis 고전 발음: [헥시] 신약 발음: [액시]

기본형: ἕξις ἕξεως

형태분석: ἑξι (어간) + ς (어미)

어원: ἕξω, fut. of ἔχω

  1. 소유, 소유물, 유
  2. 경험, 체험, 실험적 지식
  1. an act of having, possession
  2. a being in a certain state, a permanent condition, produced by practice, a state or habit of body, especially a good habit
  3. a state or habit of mind
  4. skill as the result of practice, experience

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἕξις

소유가

ἕξει

소유들이

ἕξεις

소유들이

속격 ἕξεως

소유의

ἕξοιν

소유들의

ἕξεων

소유들의

여격 ἕξει

소유에게

ἕξοιν

소유들에게

ἕξεσι(ν)

소유들에게

대격 ἕξιν

소유를

ἕξει

소유들을

ἕξεις

소유들을

호격 ἕξι

소유야

ἕξει

소유들아

ἕξεις

소유들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐφυλαξάμην, καὶ ἐπτοήθη ἡ κοιλία μου ἀπὸ φωνῆς προσευχῆς χειλέων μου, καὶ εἰσῆλθε τρόμος εἰς τὰ ὀστᾶ μου, καὶ ὑποκάτωθέν μου ἐταράχθη ἡ ἕξις μου. ἀναπαύσομαι ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως τοῦ ἀναβῆναι εἰς λαὸν παροικίας μου. (Septuagint, Prophetia Habacuc 3:16)

    (70인역 성경, 하바쿡서 3:16)

  • γὰρ ἡ τοῦ φρονεῖν ἕξις ὁμοίως παραμένει τοῖς μεθεῖσιν αὑτούς, ἀλλ ὑπ ἀργίας ἐξανιεμένη καὶ ἀναλυομένη κατὰ μικρὸν ἀεί τινα ποθεῖ φροντίδος μελέτην, τὸ λογιστικὸν καὶ πρακτικὸν ἐγειρούσης καὶ διακαθαιρούσης: (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 8 4:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 8 4:1)

  • "οὐ μῦθος οὖν οὐδὲ θήρα μειρακίων λαμυρῶν καὶ προπετῶν ὁ περὶ τῆς ἐποχῆς λόγος ἐστίν, ὡς οἰέται Κωλώτης, ἀλλ ἕξις ἀνδρῶν καὶ διάθεσις φυλάττουσα τὸ ἀδιάπτωτον καὶ μὴ προϊεμένη ταῖς διαβεβλημέναις οὕτω καὶ δυστατούσαις αἰσθήσεσι τὴν κρίσιν μηδὲ συνεξαπατωμένη τούτοις, οἳ τὰ φαινόμενα τῶν ἀδήλων πίστιν ἔχειν φάσκουσιν, ἀπιστίαν τοσαύτην καὶ ἀσάφειαν ἐν τοῖς φαινομένοις ὁρῶντες. (Plutarch, Adversus Colotem, section 291)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 291)

  • "καὶ μὴν οὔτε σώματος ἀγύμναστος ἕξις ἥλιον, οὔτ Ἔρωτα δύναται φέρειν ἀλύπως τρόπος ἀπαιδεύτου ψυχῆς: (Plutarch, Amatorius, section 19 3:5)

    (플루타르코스, Amatorius, section 19 3:5)

  • ὅτε δὲ ἐστὶν εὔδηλον ὅτι ἐφ ἓν τοῦτο πᾶσα ἡ τῆς λογικῆς δυνάμεως ἕξις ὡρ´μηται, δυοῖν ἀνάγκη δήπου θάτερον, ἢ μὴ ὀρθῶς ἔχειν μηδ ἱκανὸν φαίνεσθαι τὸν λόγον, ἢ ὁμοῦ βέλτιστόν τε εἶναι καὶ κρατεῖν τῶν ἀκουόντων. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 8:4)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 8:4)

유의어

  1. 소유

  2. a state or habit of mind

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION