δύστηνος
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
δύστηνος
Structure:
δυστην
(Stem)
+
ος
(Ending)
Etym.: Prob. for du/ssthnos; but the origin of -sthnos is uncertain.
Sense
- wretched, unhappy, unfortunate, disastrous, unhappy are they
- wretched
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἶτ’ ἐπειδὰν ἱκανῶσ συλλέξωνται καὶ ἐπισιτίσωνται, ἀπορρίψαντεσ ἐκεῖνο τὸ δύστηνον τριβώνιον ἀγροὺσ ἐνίοτε καὶ ἐσθῆτασ τῶν μαλθακῶν ἐπρίαντο καὶ παῖδασ κομήτασ καὶ συνοικίασ ὅλασ, μακρὰ χαίρειν φράσαντεσ τῇ πήρᾳ τῇ Κράτητοσ καὶ τῷ τρίβωνι τῷ Ἀντισθένουσ καὶ τῷ πίθῳ τῷ Διογένουσ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 20:3)
- ὕβρισ γάρ, ἥ σ’ ἔσφηλε, καὶ Μουσῶν ἔρισ τεκεῖν μ’ ἔθηκε τόνδε δύστηνον γόνον. (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 1:2)
- οἱ δὲ τοὺσ ἐν ταῖσ οἰκίαισ χειμῶνασ καὶ τὰσ τρικυμίασ καὶ νὴ Δία πεντακυμίασ τε καὶ δεκακυμίασ, εἰ οἱο͂́ν τε εἰπεῖν, διηγούμενοι, καὶ ὡσ τὸ πρῶτον εἰσέπλευσαν, γαληνοῦ ὑποφαινομένου τοῦ πελάγουσ, καὶ ὅσα πράγματα παρὰ τὸν πλοῦν ὅλον ὑπέμειναν ἢ διψῶντεσ ἢ ναυτιῶντεσ ἢ ὑπεραντλούμενοι τῇ ἅλμῃ, καὶ τέλοσ ὡσ πρὸσ πέτραν τινὰ ὕφαλον ἢ σκόπελον ἀπόκρημνον περιρρήξαντεσ τὸ δύστηνον σκαφίδιον ἄθλιοι κακῶσ ἐξενήξαντο γυμνοὶ καὶ πάντων ἐνδεεῖσ τῶν ἀναγκαίων ‐ ἐν δὴ τούτοισ καὶ τῇ τούτων διηγήσει ἐδόκουν μοι τὰ πολλὰ οὗτοι ὑπ’ αἰσχύνησ ἐπικρύπτεσθαι, καὶ ἑκόντεσ εἶναι ἐπιλανθάνεσθαι αὐτῶν. (Lucian, De mercede, (no name) 2:1)
- ἥδ’ ἐγὼ πέτρασ ἔπι ὄρνισ τισ ὡσεὶ Καπανέωσ ὑπὲρ πυρᾶσ δύστηνον αἰώρημα κουφίζω, πάτερ. (Euripides, Suppliants, episode, antistrophe 1 1:8)
- καὶ νῦν πόλισ μὲν πᾶσ’ ἀνέστηκεν δορί, αὐτὴ δὲ δούλη γραῦσ ἄπαισ ἐπὶ χθονὶ κεῖται, κόνει φύρουσα δύστηνον κάρα. (Euripides, Hecuba, episode7)
Synonyms
-
wretched
- δύσζωος (wretched)
- πανάθλιος (all-wretched)
- παντάλας (all-wretched)
- μεγάλοιτος (very wretched)
- τάλας (suffering, wretched, wretched that I am)
- μογερός (toiling, wretched)
- τριτάλας (thrice-wretched)
- δάιος (unhappy, wretched)
- ἄθλιος (pitiful, wretched)
- ἄμορος (unlucky, wretched)
- ἄθλιος (wretched, sorry, wretched)
- ὀί̈ζυος (sorry, wretched)
- ἄλαστος (accursed wretch!)
- λευγαλέος (sad, wretched)
- δυσβίοτος (making life wretched)