- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δούλειος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: douleios 고전 발음: [둘:레] 신약 발음: [둘리오]

기본형: δούλειος δούλειη δούλειον

형태분석: δουλει (어간) + ος (어미)

어원: δοῦλος

  1. 노예의, 노예 근성의, 비굴한
  1. slavish, servile

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δούλειος

노예의 (이)가

δούλεία

노예의 (이)가

δούλειον

노예의 (것)가

속격 δουλείου

노예의 (이)의

δούλείας

노예의 (이)의

δουλείου

노예의 (것)의

여격 δουλείῳ

노예의 (이)에게

δούλείᾳ

노예의 (이)에게

δουλείῳ

노예의 (것)에게

대격 δούλειον

노예의 (이)를

δούλείαν

노예의 (이)를

δούλειον

노예의 (것)를

호격 δούλειε

노예의 (이)야

δούλεία

노예의 (이)야

δούλειον

노예의 (것)야

쌍수주/대/호 δουλείω

노예의 (이)들이

δούλεία

노예의 (이)들이

δουλείω

노예의 (것)들이

속/여 δουλείοιν

노예의 (이)들의

δούλείαιν

노예의 (이)들의

δουλείοιν

노예의 (것)들의

복수주격 δούλειοι

노예의 (이)들이

δούλειαι

노예의 (이)들이

δούλεια

노예의 (것)들이

속격 δουλείων

노예의 (이)들의

δούλειῶν

노예의 (이)들의

δουλείων

노예의 (것)들의

여격 δουλείοις

노예의 (이)들에게

δούλείαις

노예의 (이)들에게

δουλείοις

노예의 (것)들에게

대격 δουλείους

노예의 (이)들을

δούλείας

노예의 (이)들을

δούλεια

노예의 (것)들을

호격 δούλειοι

노예의 (이)들아

δούλειαι

노예의 (이)들아

δούλεια

노예의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ μῆτερ ἥτις ἐκ τυραννικῶν δόμων δούλειον ἦμαρ εἶδες, ὡς πράσσεις κακῶς ὅσονπερ εὖ ποτ: (Euripides, Hecuba, episode 3:13)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 3:13)

  • δούλειον ὑπὸ μέλαθρον. (Euripides, The Trojan Women, episode, strophe 111)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, strophe 111)

  • ἴτ ἐπί, τάλανα, δούλειον ἁμέραν βίου. (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 115)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, antistrophe 115)

  • τοῖς δὲ δὴ ἐλεύθερα διώκουσιν ἤθη καὶ φεύγουσιν τὸν δούλειον ζυγὸν ὡς ὀ`ν κακόν, εὐλαβεῖσθαι συμβουλεύοιμ ἂν μή ποτε ἀπληστίᾳ ἐλευθερίας ἀκαίρου τινὸς εἰς τὸ τῶν προγόνων νόσημα ἐμπέσωσιν, ὃ διὰ τὴν ἄγαν ἀναρχίαν οἱ τότε ἔπαθον, ἀμέτρῳ ἐλευθερίας χρώμενοι ἔρωτι. (Plato, Epistles, Letter 8 18:1)

    (플라톤, Epistles, Letter 8 18:1)

  • οὐ μὲν ἀεργίης γε ἄναξ ἕνεκ οὔ σε κομίζει, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος: (Homer, Odyssey, Book 24 21:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 24 21:3)

유의어

  1. 노예의

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION